Μία ἀληθινή ἱστορία πού εἶναι σε ἐξέλιξη
Εἶμαι ἔγγαμος μέ τρία παιδιά, ἐγγόνια καί ἡλικία 63 ἐτῶν, συνταξιοῦχος τοῦ Δημοσίου.
Τό 1989 γυρνώντας ἀπό τήν δουλειά μου, κουβαλώντας καί ψώνια, ἄφησα τίς σακκούλες γιά νά ἀνοίξω τήν ἐξώπορτα. Σηκώνοντας τίς σακκούλες αἰσθάνθηκα ἕνα πόνο ὀξύ στό στῆθος, ἄρχι-σα νά ἱδρώνω καί νά χάνω τίς αἰσθήσεις μου.
Ἡ πρώτη μου ἀντίδραση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δέν εἶναι τίποτε θά περάσει. Ξάπλω-σα καί σέ μισή ὥρα περίπου ἄρχιζε ὁ πόνος νά περνᾶ. Αἰσθανόμουν μιά συνεχῆ κούραση καί δύ-σπνοια. Πῆγα σέ γνωστούς γιατρούς οἱ ὁποῖοι μέ γνώριζαν καί μοῦ εἶπαν περισσότερο εἶναι ἡ ἰδέα σου. Μετά ἀπό ἐξετάσεις (στεφανιογραφία) τά στεφανιαῖα ἀγγεῖα ἔκαναν ἔντονους σπασμούς, ἀρρυθμία, πόνους στό στῆθος περιοδικά. Μοῦ δώσανε τριῶν εἰδῶν φάρμακα γιά τήν καρδιά. Τά συμπτώματα δέν ἔφυγαν.
1990 - 1991, ἕνα πρωΐ παίρνω τηλέφωνο τόν π. Πορφύριο στό Μήλεσι. Μόλις σήκωσε τό τηλέ-φωνο μοῦ λέει: «Μήν μοῦ πεῖς τίποτε, καί ἄρχιζε νά μοῦ λέει τήν ζωή μου πού ἔβλεπα σάν κινημα-τογραφικό φίλμ. Ἡ διάγνωσή του: Παιδί μου ἔχεις χαμηλό ὀξυγόνο στό αἷμα σου καί μία βλάβη στό παρασυμπαθητικό νεῦρο τῆς καρδίας σου. Δέν γνωρίζω τήν αἰτία, ἀλλά ὁ Θεός θά σέ προειδο-ποιεῖ, θά αἰσθάνεσαι κάτι πίσω ἀπό τό κεφάλι καί ἐσύ νά ἔλθεις σέ ἐπαφή μέ ὀξυγόνο, γιατί θά εἶ-ναι καί ἡ τελευταία σου ἀναπνοή μετά.
Οἱ γιατροί σοῦ δώσανε αὐτά τά φάρμακα, πού μοῦ τά κατωνόμασε, μήν τά πάρεις γιατί ἡ διά-γνωσή τους εἶναι ἐσφαλμένη. Θά πᾶς στήν Ἀγγλία στόν κ. Τόνυ Ἀντωνίου μοῦ ἔδωσε τήν διεύθυν-σή του, τό τηλέφωνο του. Κλείνοντας μοῦ λέει: Ἐσύ παιδί μου θα τρελλάνεις τούς γιατρούς.
Στήν ἐρώτησή μου πῶς θά βοηθήσω ἐγώ τόν ἑαυτό μου; Θά μοῦ περάσει;
Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ τακτική ἐξομολόγηση, προσευχή, καί πνευματική ζωή».
Μετά ἀπό καιρό πῆγα ὅπως συνήθιζα στόν π. Παΐσιο στό Ἅγιον Ὄρος.
«Τώρα εἶσαι καλά» μοῦ εἶπε, «πρέπει νά προσέξεις πολύ τόν κρυφό ἐγωϊσμό, ὄχι μόνον τόν φανερό». Ὅταν πῆγα νά τόν ρωτήσω ποιός εἶναι ὁ κρυφός ἐγωϊσμός καί πῶς ἀντιμετωπίζεται, κάποιος ἦρθε καί τόν πῆρε ἀπό τή συζήτηση πού εἴχαμε καί ἔμεινε τό ἐρώτημά μου ἀναπάντητο. Μετά ἀρρώστησε καί δέν εἰδωθήκαμε.
Τήν ἀπάντηση γιά τόν κρυφό ἐγωϊσμό μοῦ τήν ἔδωσε ἕνας ἐρημίτης στό Σινά.
«Πρέπει νά ἔχεις ὡς κέντρο τῆς ζωῆς σου τόν Χριστό, καί ἐσύ νά στρέφεται γύρω – γύρω ἀπό Αὐτόν. Νά βγεῖς ἀπό τό ἑαυτό σου».
Ἔστειλα τά χαρτιά μου στό γιατρό στό Λονδίνο καί περίμενα. 1992 ὁ π. Πορφύριος κοιμήθηκε. Ἐγώ περίμενε ἀπάντηση ἀπό τόν γιατρό.
Μετά ἀπό πολύ καιρό μέ πολύ καημό εἶπα: «Α! ρέ Γέροντα Πορφύριε ἐσύ ἀναπαύτηκες ἐγώ ταλαι-πωροῦμαι, τί θά γίνει τώρα;
Ἐκείνη τήν ὥρα κτυπᾶ τό τηλέφωνο. Ἐδώ ὁ Τόνυς Ἀντωνίου ἀπό τό Λονδίνο. Πές τε μου τί σᾶς συνέβη. Ἐγώ ἄρχιζα νέ ὁμιλῶ γρήγορα γιατί πλήρωνε. Κε….σᾶς παρακαλῶ ὁμιλεῖτε ἀργά γιά νά σᾶς καταλάβω, ἐγώ πληρώνω, καί μήν τό σκέφτεσθε καθόλου. Μετά μοῦ εἶπε νά πάω νά τόν ἐπι-σκεφθῶ. Πῆγα στό Λονδίνο βρῆκα τόν γιατρό, ὅταν τόν ἐρώτησα ἀν γνωρίζει τόν π. Πορφύριο, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀρνητική. Μετά ἀπό ἐξετάσεις μέ ἔστειλε σέ ἕναν Ἄγγλο νευρολόγο στόν κ. Καπούρ. Ἡ διάγνωσή του: «Πάσχετε ἀπό τό σύνδρομο χρόνιας κόπωσης».
Ἀπό ἐκεῖ μετά ἐπισκέφθηκα ἕξι φορές στή Γερμανία σέ Γερμανούς γιατρούς, (καί μέ εὐλογία καί ὁμοιοπαθητικούς,φυσικά χρήματα χαμένα καί κούραση) καί τελικά στό Γκέτιγκεν Πανεπιστη-μιακό νοσοκομεῖο ἦρθε ἡ διάγνωση: «Κατά τήν κόπωση ἀνεβάζει πνευμονική ὑπέρταση».
Πῆγα στο νοσοκομεῖο ἐδῶ εἶχα ἕναν φίλο παθολόγο καί καρδιολόγο (ἔχει δύο εἰδικότητες) τοῦ εἶπα τό πρόβλημα μου. Ἄρχισε τίς ἐξετάσεις ὅλων τῶν εἰδῶν καί τέλος φθάσαμε στό τέστ κοπώ-σεως. Τοῦ εἶπα γιά τήν ἔλειψη ὀξυγόνου, τή χρόνια κόπωση. «Μήν λές χαζαμάρες», μοῦ λέει, αὐ-τοί πού ἔχουν ἔλειψη ὀξυγόνου ἔχουν ἀλλοιωμένα χαρακτηριστικά, μελανό χρῶμα, ἐσύ εἶσαι μιά χαρά. Μήν εἶσαι ὁ κατά φαντασίαν ἀσθενής».
Μπροστά στήν ἀπόφασή μου, φώναξε ἕναν πνευμονολόγο μοῦ πῆραν αἷμα, (ἀρτηριακό), λίγο πιό κάτω ἀπό τήν παλάμη. Ὁ γιατρός ἦρθε μέ τό ἀποτέλεσμα ὀξυγόνο 73 καί διοξείδιο 32.
«Μπά λάθος ἔχει τό μηχάνημα. Φώναξε τόν ὑπεύθυνο τῆς ΜΕΘ καί τοῦ εἶπε πότε ἔκαναν σέρ-βις στο μηχάνημα. Χθές Χρῆστο. Τόν βλέπεις αὐτόν ἔχει ὑποξαιμία. Κάθισε νά σοῦ κάνουμε ἀκό-μη μία; Ναί τοῦ ἀπαντῶ. Τό ἀποτέλεσμα τό ἴδιο. «Χρῆστο μετά τήν κόπωση μετά τήν κόπωση θά φθάσω πάνω ἀπό 100».
Τελικά δέν τό ἔβγαλα τό τέστ κοπώσεως, στό 2ο στάδιο ἔμεινα. Ἄρχισα τότε νά αἰθάνομαι κάτι σάν μούδιασμα, μέ δύσπνοια πίσω στό κεφάλι καί λέω στό φίλο μου τόν γιατρό κάνε μέ ἄλλη μία ἐξέταση:. Αὐτό εἶναι ἀδύνατον ἰατρικῶς. Ἐγώ θά σχίσω τά πτυχία μου. Σέ παρακαλῶ κάντο, τοῦ εἶπα. Μπροστά στήν ἀπόφασή μου, κάφθηκε ἦρθε ἄλλος πνευμονολόγος μοῦ πῆρε αἷμα ἀπό τό ἄλλο χέρι καί οἱ ἐξετάσεις ἔδειξαν Ο2, 107. Τότε συγκέντρωσε ὅλους τούς καρδιολόγους καί πνευ-μονολόγους τοῦ νοσοκομείου καί προσπαθοῦσαν νά βροῦν τί συμβαίνει. Μετά ἀπό πολύ ὥρα σύ-σκεψη τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι δέν βρῆκαν τήν αἰτία αὐτῆς τῆς διαταραχῆς. Παράξενο πρόβλημα.
Ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε καί ἔψαξα νά βρῶ γιά ἕνα κέντρο γιά τήν πνευμονική ὑπέρτα-ση. Πῆγα στήν Ἀθήνα σέ καθηγητές μοῦ κάνανε ἐξετάσεις χωρίς νά μπορέσουν νά βροῦν τήν αἰ-τία. Μοῦ εἶπαν ὑπάρχουν τρεῖς καθηγητές πού ἀσχολοῦνται μέ πνευμονική ὑπέρταση ἕνας στή Γαλλία, καί δύο στήν Ἀμερική. Μοῦ δώσανε χαρτί ὅτι ἡ περίπτωσή μου δέν ἀντιμετωπίζεται στήν Ἑλλάδα καί μέσω τοῦ ὑπουργείου ὑγείας μέ ἔστειλαν στήν Ἀμερική στό μοναδικό Κρατικό ἐρευ-νητικό Κέντρο (Ν.Ι.Η) τό 1995. Ἡ εἴσοδος γιά τούς ἀλλοδαπούς δύκολη. Ἡ περίπτωση τοῦ κάθε ἑνός περνᾶ ἀπό 11μελῆ ἐπιτροπή Ἀμερικανῶν καθηγητῶν γιατρῶν γιά ἀσθένειες πού εἶναι σπά-νιες. Ἕνας Ἕλληνας γιατρός μοῦ ἔκανε τήν αἴτηση εἰσαγωγῆς μου. Ἡ κενή θέση μία, ἡ δική μου καί τοῦ συγγενοῦς τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς Ἀμερικῆς Ἄρ Γκόρ.. Τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Διονυσίου 17 Δεκεμβρίου 1995, ἡ ἐπιτροπή ἐνέκρινε τήν δική μου, ἡ ἄλλη μετά ἀπό δύο μῆνες. Ἐρχόταν οἱ Ἕλ-ληνες γιατροί καί δέν πιστεύανε στό γεγονός. Μοῦ ἔλεγαν: «Πές μας ποιός εἶσαι; Ποιός εἶναι αὐ-τός πού σέ ὑποστηρίζει;» Ὁ Θεός τούς ἀπαντοῦσα δέν ἔχω κανένα ἄλλον γνωστό. Καί μία ἄλλη λεπτομέρεια στίς 30 Δεκεμβρίου ὁ πρόεδρος Κλίντον ὑπέγραψε ἀπόφαση πού ἀπαγορεύεται ἡ δω-ρεάν νοσηλεία σέ ἀλλοδαπούς, ἐκτός ἐκείνων πού ἔχουν νοσηλευτεῖ. Μετά ἀπό πολλές ἐξετάσεις ἡ διάγνωση: «σύνδρομο εὐαίσθητης καρδίας», καί νά τούς ἐπισκεφθῶ σε ἕνα χρόνο. δίνοντάς μου φάρμακο ἡμιπραμίνη. Αὐτό μοῦ δημιουργοῦσε πολλές συναισθηματικές διαταραχές. Ὁπότε πῆρα τήν ἀπόφαση καί τό ἔκοψα.
Τό 1996 πού ξαναπῆγα μέ ἐρώτησαν ποιά εἶναι ἡ διάγνωση τῶν Ἑλλήνων γιατρῶν καί τούς εἶ-πα: Οἱ 99 ὅτι εἶμαι κατά φαντασίαν ἀσθενής καί ἕνας μοῦ εἶπε γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου καί βλά-βη στό παρασυμπαθητικόνεῦρο τῆς καρδίας. Μοῦ λένε ἐμεῖς μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε μέ ἕνα τέστ, ἀλλά εἶναι ἐπικίνδυνο πρέπει νά ὑπογράψεις ὅτι θέλειςνά γίνει. Ἔκανα τόν σταυρό μου καί ὑπέγραψα. Μετά ἀπό 14 ὦρες ἐξαντλητικῶν ἐξετάσεων, τήν ἑπομένη ἦρθε ὁ καθηγητής καί μοῦ λέει: «Σέ παρακαλῶ πές μου τό ὄνομα τοῦ Ἕλληνα γιατροῦ πού σοῦ εἶπε γιά τήν ἔλειψη ὀξυ-γόνου καί τήν βλάβη στο παρασυμπαθητικό, γιατί πῶς μπόρεσε καί ἔκανε αὐτή τήν διάγνωση πού μόνον ἐδῶ στήν Ἀμερική γίνεται αὐτό τό τέστ ἀκετυλχολύνης. Τι νά τοῦ πῶ, αὐτός ἦταν Ἰνδός ἐξειδικευμένος στά νεῦρα τῆς καρδιᾶς. Τό ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες γιατροί τοῦ Ν.Ι.Η καί μέ ἐπισκέφθη-καν, σέ αὐτούς τούς εἶπα ὅτι εἶναι ὁ μακαριστός π. Πορφύριος. Ὅλοι ἔκαναν τόν σταυρό μους, καί εἶπαν ἡ πίστη μας εἶναι ἡ ἀληθινή.
1998 Ἰανουάριος. Ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε, δύσπνοια μέ ἐπιθανάτιο ρόγχο, καί διαπίστω-σα ὅτι σέ κάθε συναισθηματική ἀλλαγή ἔκλαιγα μέ ἕνα σκοτεινό αἴσθημα λύπης. Πῆγα στό φίλο μου τόν Χρῆστο καί μέ ἔστειλε σέ ἕναν φίλο του ψυχίατρο τοῦ νοσοκομείου γιά νά δεῖ. Ἡ διά-γνωση κατάθλιψη. Μοῦ ἔδωσε δύο εἰδῶν ἀντικαταθλιπτικά καί ἡρεμιστικό. Μετά ἀπό πολλές ἐπισκέψεις – καί συζητήσεις, καί μέ ἀλλαγές στά ἀντικαταθλιπτικά φάρμα, ἐγώ ἔβλεπα ὅτι κάτι δέν πηγαίνει καλά,. Σταμάτησαν τά δάκρυα ἀλλά ἡ ἔντονη λύπη συνεχιζόταν.
Σέ μία ἐπίσκεψη τοῦ λέω γιατρέ μοῦ μιλᾶς γιά συναισθηματικές διαταραχές, ἄγχος, καί ἀπο-τέλεσμα τίποτε. Αὐτά τά ἀόριστα πράγματα χωρίς συγκεκριμένες αἰτίες, δέν βγαίνουν πουθενά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν μιλήσει καί γράψει γιά τήν κατάθλιψη γιατί δέν τό ψάχνετε;. Ἐμεῖς σπουδάσαμε 6 χρόνια ἰατρική, 4-5 χρόνια ψυχιατρική μεταπτυχιακές σπουδές καί μέ διδακτορική διατριβή καί μέ αὐτά βαδίζω.
Κοίταξε τοῦ λέω μπορεῖς νά μοῦ πεῖς, τοῦ μιλοῦσα στόν ἐνικό λόγω τῆς φιλίας πού ἀναπτύ-χθηκε ἀπό τίς πολλές ἐπισκέψεις μου, πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁποιαδήποτε μορφή φόβου; Μοῦ εἶπε, λέμε στόν ἀσθενή νά περάσει ἀπό αὐτό πού φοβᾶται καί θά τοῦ περάσει. Αὐτό τό λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν 20ο λόγο του περί δειλίας.. «Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζης νὰ πηγαίνης, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχη ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χα-λαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράση μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πά-θος. Ἐνῷ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ᾿ ἐκείνους τοὺς τό-πους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐ-τή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου· διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῆς, θὰ σὲ σκεπάζη παντοτινά». (κεφ. 6).
Μπορεῖς νά μοῦ πεῖς γιατρέ μου, συγκεκριμένα τήν αἰτία τοῦ φόβου; Θά σοῦ ἀπαντήσω τήν ἄλλη φορά πού θά ἔρθεις. Τοῦ λέω: Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε: «Ὁ δειλός ἄνθρωπος σημαίνει ὅτι πάσχει ἀπό δύο ἀσθένειες τῆς ὀλιγοπιστίας καί φιλοσωματίας, ὅποιος νικᾶ τίς δύο ἀσθένειες, βεβαιώνεται ὅτι ὁλοψύχως πιστεύει στό Θεό καί περιμένει τά μέλλοντα ἀγαθά». (Ἀββᾶ Ἰσαάκ Ἀσκητικά, λόγος κστ, κεφ. 16, ΕΠΕ, 8α).
Στήν ἑπόμενη ἐπίσκεψη μοῦ εἶπε: Ὅτι πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος στόν παπα – Τύχωνα ἡγούμενο τοῦ Σταυρονικήτα καί τό συζήτησε καί μοῦ εἶπε αὐτά ἀκριβῶς αὐτά που μοῦ εἶπες. Τι νά σοῦ πῶ; Δέν εἶσαι γιά μένα, ἔλα νά σοῦ γράφω τά φάρμακα. Ἡ διαφορά μέ τούς ἄλλους καταθλιπτικούς εἶναι ὅτι ἐσύ ἡ κατάθλιψη τήν δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου, ἔτσι ἀντιδρᾶ, γι’ αὐτό καί δέν σέ πιάνουν τά φάρμακα. Σημειωτέον ὅτι ἐγώ διαπίστωσα ὅτι τά τετρακυκλικά φάρμακα, καί ἡρεμι-στικά κάνουν τόν ἄνθρωπο «φυτό», καί τοῦ «παγώνουν» τήν ὄρεξη γιά προσευχή καί ἐκκλησια-σμό. Γι’ αὐτό τόν λόγο τά περιόρισα στήν κατώτατη δοσολογία.
Ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1998 μέχρι σήμερα Ὀκτώβριος τοῦ 2013 ἡ «κολλητή μου φίλη» δέν μέ ἄφησε καί πάντα ἔρχεται ἄλλοτε πιό δυναμικά ἄλλοτε πιό ἥπια. Καί μιά βραδιά ἦρθε πάρα πάρα πολύ δυναμικά μέ ἔντονη λύπη, τά ἔβλεπα ὅλα μαῦρα, μέ λογισμούς (σκέψεις μέ εἰκόνες) ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε γιά σένα, ἀπαγοήτευση καί τάση γιά αὐτοκαταστροφή.
Μέσα σ’ αὐτή τήν τραγική, πραγματικά κατάστασή μου, τά μεσάνυκτα πῆρα τηλέφωνο τόν π. Λουκᾶ στή Ἱ. Μονή Φιλοθέου καί τοῦ λέω: «σῶσε με ἔχω φθάσει σέ ἀδιέξοδο ἔτομος γιά……».
«Κοίταξε παιδί μου, εἶναι μία δοκιμασία, ἕνας σταυρός, πού μπορεῖς νά σηκώσεις. Ἔχεις σκε-φθεῖ πόσοι καταθλιπτικοί δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως πού ἔχεις ἐσύ; Νά σκέπτεσαι καί τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως καί νά προσεύχεσαι γι’ αὐτούς καί ὁ Θεός θέ-λει νά γίνεις ἕνα κανάλι πού νά διοχετεύει τήν χάρη Του στούς καταθλιπτικούς». Πραγματικά μοῦ ἔφυγε αὐτή ἡ λύπη, τό σκοτάδι στό μυαλό μου καί μπροστά μου καί οἱ ἄσχημοι λογισμοί.
Μελετώντας τούς Ἁγίους πολλοί Ἅγιοι πέρασαν ἀπό αὐτό τό καμίνι τῆς καταθλίψεως: ὁ Ἅγιος Παΐσιος, (Παναγῆς Μπασιᾶς), ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, ἡ Ἁγία Ὀλυμπιάδα ἡ διακόνισσα.
Μαθήτρια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ὁποῖος τῆς ἔστειλε 11 ἐπιστολές ἀπό τό τόπο τῆς ἐξορίας του. Στήν 10η ἐπιστολή τῆς γράφει: «Πράγματι, ἡ κατάθλιψη εἶναι φοβερό βασανι-στήριο τῶν ψυχῶν, εἶναι ἕνας πόνοςἀνέκφραστος καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε ἄλλη ποινή καί τιμωρία. Γιατί μιμεῖται τό σκουλήκι, πού ἔχει δηλητήριο καί προσβάλλει ὄχι μόνον τό σῶμα, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ψυχή. Είναι σαράκι πού κατατρώγει ὄχι μόνον τά κόκκαλα, ἀλ-λά καί τη σκέψη εἶναι Ἕνας δήμιος καθημερινός πού δέν ξεσχίζει μόνον τά πλευρά, ἀλλά κα-ταστρέφει καί τη δύναμη τῆς ψυχῆς· εἶναι καί νύχτα παντοτινή, σκοτάδι χωρίς τό παρα-μικρό φῶς, τρικυμία καί ζάλη, πυρετός κρυφός, πού καίει περισσότερο ἀπό κάθε φλόγα, πό-λεμος χωρίς ἀνακωχή, ἀρρώστια πού κάνει σκοτεινά πολλά ἀπό αὐτά πού βλέπουμε. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος καί ὁ καθαρόςωἀέρας φαίνεται ὅτι ἐνοχλοῦν ἐκείνους πού ἔχουν αὐτή τη διά-θεση καί μεταβάλλει τό μεσημέρι σέ μεσάνυκτα.
Γι’ αὐτό καί ὁ θαυμάσιος προφήτης δηλώνοντας αὐτό ἔλεγε· «ὁ ἥλιος θά δύσει γι’ αὐτούς τό μεσημέρι» (Ἀμώς 8,9),ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἥλιος ἐξαφανίζεται οὔτε ὅτι διακόπτει τόν συ-νηθισμένο δρόμο του, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ λυπημένος ἄνθρωπος τό καταμεσήμερο φαν-τάζεται ὅι εἶναι νύχτα. Ἡ σκοτεινή νύχτα δέν εἶναι τέτοια, ὅπως εἶναι ἡ νύχτα τῆς ἀθυμίας, ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό φυσικό νόμο, ἀλλά ἀπό σκοτισμό τῆς διάνοιας. Γι’ αὐτό καί εἶναι φοβερή καί ἀφόρητη, ἔχει πρόσωπο ἄσπλαχνο, εἶναι σκληρότερη ἀπό κάθε τύραννο, δέν ὑποχωρεῖ γρήγορα σε κανένα ἀπό ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά τήν διαλύσουν, ἀλλά κρατεῖ πολλές φορές τήν ψυχή πού ἔχει κυριεύσει στερεώτερα ἀπό διαμάντι, ὅταν αὐτή δέν ἀκολου-θεῖ τήν κατά Θεόν φιλοσοφία. Σήκω ἐπάνω καί ἅπλωσε τό χέρι σου στο λόγο μου καί πρό-σφερέ μου αὐτήν τήν καλή συμμαχία, γιά νά σε ἀπαλλάξω τελείως ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν πικρῶν σκέψεων.
Γνωρίζοντας αὐτά τά πράγματα, εὐσεβεστάτη κυρία μου, νά κοπιάζεις καί νά ἀγωνίζεσαι καί νά βιάζεις τόν ἑαυτό σου, ἔχοντας τή συμμαχία τῶν λόγων μου, ὥστε νά διώχνεις καί νά ἀπομακρύνεις μέ πολλή ὁρμή τίς ἀπαισιόδοξες σκέψεις πού σέ ταράσσουν καί σοῦ προκα-λοῦν θόρυβο καί ζάλη» (Ε.Π.Ε. τόμ. 37, 452).
Γιατί ὁ Θεός παραχωρεῖ αὐτή τήν δοκιμασία;
«Γεννήτρια ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ πονηρία. Ὅποιος τὶς ἔχει μέσα του δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον. Καθόλου δὲν θὰ μᾶς ὠφελήση ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πρώτη, ἐὰν δὲν ἀπομακρύνωμε καὶ τὴν δευτέρα». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος κστ΄ α μέρος, κεφ. 30).
Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία, ἐπειδή ἐμεῖς δέν μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, (δηλ. ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς καί δέν μπορεῖ νά δεῖ, σάν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς πού εἶναι ὁ νοῦς, γι’ αὐτό καί δέν παίρνουμε σωστές ἀποφάσεις καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνῶ θά πρέπει ὁ νοῦς νά στρέφεται συνέχεια στό Θεό, νά ἐπιστρέψουμε ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς Παραβολῆς στό Θεό Πατέρα μας). Ἔχομε βάλει κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν ἑαυτό μας, καί ὄχι τόν Χριστό. Ὁ ἐχθρός διά-βολος κάθεται ἀπέναντι ἀπό τά μάτια μας λέει ὁ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, καί παρατηρεῖ ποιά πόρτα (αἴσθη-ση) εἶναι ἀνοικτή καί μπαίνει καί ἁλωνίζει. Εἴτε τό πρόβλημα εἶναι ἀπό σωματική ἀρρώστια ἤ ἀπό ψυχολογικούς λόγους. Ἡ ἀγάπη Του παραχωρεῖ αὐτόν τόν Σταυρό γιά νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο πού μᾶς δημιουργοῦν οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶνἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία καί ἡ ἄγν-οια.
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Ἁγιασμένος Γέροντας π. Παΐσιος ὅταν μοῦ εἶπε νά φυλάγομαι ἀπό τόν κρυ-φό ἐγωϊσμό!
Πῶς τήν ἀντιμετωπίζω.
Μέ τήν θεία «ψυχανάλυση» τήν ἐξομολόγης σέ πνευματικό ἱερέα, Γιατί ὅμως; Ὅλες οἱ ἁμαρ-τίες ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία κατά τούς Πατέρες μας. Τά στάδια τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι μποροῦμε νά διακρίνουμε τά στάδια γιά τήν πορεία πρός τή χώρα τῆς ἁμαρτίας (ἁμαρτία ση-μαίνει ὅτι φεύγω ἀπό τό στόχο μου πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση):
α) τήν προσβολή,
β) τή συγκατάθεση
γ) τήν αἰχμαλωσία,
δ) τήν πραγματοποίησή της καί
ε) τό πάθος, ἡ συχνή ἐπαναλαμβανόμενη ἁμαρτία καταντᾶ πάθος.
Πῶς λειτουργεῖ ὁ μηχανισμός αυτός; Λειτουργεῖ ὡς ἑξής: Κάποιος πονηρός λογισμός (κενο-δοξίας, φιλαργυρίας, φιληδονίας, κατακρίσεως, κ.λ.π.) εἰσέρχεται στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πειρα-σμός ἐργάζεται μέ τήν φαντασία (πού μᾶς δόθηκε ἀπό τό Θεό νά φανταζόμαστε τά κάλλη τοῦ Παραδείσου). Παρουσιάζει τήν ὑπόθεση ὅσο πιό ἑλκυστική μπορεῖ. Ἔτσι ἡ προσβολή γίνεται πιό ἑλκυστική καί δυνατή. Μέχρι τό σημεῖο αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεύθυνος. Εἶναι τό πρῶτο στάδιο, μία προσβολή, μία ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ ἤ πιό ἁπλᾶ τό κτύπημα τῆς πόρτας. Ἡ κατάσταση εἶναι φυσιολογική. Εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξει ἄνθρωπος, πού νά μήν δεχθεῖ τήν προσβολή. Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ἔλεγε ὅτι ὅπως μέσα στόν κῆπο κατά φυσιολογικό τρόπο φυτρώνει μαζί μέ τά φυ-τά καί ἡ ἀγριάδα ἤ ὅπως τά νησιά κτυπιοῦνται γύρω - γύρω ἀπό τά κύματα, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ὁπωσδήποτε θά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τίς προσβολές τῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου λέμε: «τούς λογισμούς διόρθωσον, τάς ἐννοίας κάθαρον…».
Τό ἐφάμαρτο στάδιο ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί πέρα. Ἀρχή τοῦ ἀγῶνος εἶναι ἡ προσβολή. Ἄν ὁ ἄνθρω-πος τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό νοῦ του χωρίς καθόλου νά τήν περιεργασθεῖ, τότε σώζεται καί ἀπαλ-λάσσεται ἀπό τίς ἄθλιες συνέπειες πού ἀκολουθοῦν. Ἄν, ὅμως, δεχθεῖ τή συζήτηση μέ τόν πονηρό λογισμό, ἀνοίγει τήν πόρτα στόν πονηρό λογισμό πού προηγουμένως ἁπλῶς τοῦ χτύπησε τήν πόρτα, δημιουργεῖ τή φιλία καί τότε πιά φθάνει στή συγκατάθεση γιά τήν ἁμαρτία, πού εἶναι τό δεύτερο στάδιο γιά τήν ἐκτέλεση τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος τώρα μέ πρωταγωνιστή τόν ἑαυτό του, στά ἄδυτα τῆς ψυχῆς του ἐπιτελεῖ τήν ἁμαρτία: κατακρίνει, βλασφημεῖ, πορνεύει, μοιχεύει, διαπράττει φόνους καί ἀμέτρητα ἐγκλήματα καί κάνει ὁτιδήποτε μπορεῖ νά φαντασθεῖ ὁ ἀνθρώ-πινος νοῦς. Δέν μένει τίποτε ἄλλο κατόπιν, παρά τό τρίτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἡ ἐνεργός διάπραξή τῆς ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού προηγουμένως ὁ νούς του ἔγινε αἰχμάλωτος τοῦ λο-γισμού (δηλ. τοῦ διαβόλου), καί δέν τόν ὁρίζει πλέον, ἀλλά ὁρίζεται. Ἔτσι ὁ λογισμός, πού ξεκί-νησε μέ ἕνα ἁπλό κτύπημα τῆς πόρτας, τήν προσβολή, προχώρησε στό ἄνοιγμα τῆς πόρτας, τή συγκατάθεση, τελικά δέν μπόρεσε νά νικήσει καί κατέληξε στήν διαπράξει τῆς ἁμαρτίας. Αὐτή εἶ-ναι ἡ πορεία πρός τήν ἁμαρτία, πού ἀρχίζει μέ ἕναν ἁπλό λογισμό».
(http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/06/830.html). Τήν θεία Κοινωνία, μελέτη Πατερικῶν κειμέ-νων.
Ἐπίσης ἀγωνίζομαι νά ἀράξω τήν βάρκα μου στό γαλήνιο λιμανάκι τῆς Μητέρας ὅλων μας τήν Παναγία. Σ’ αὐτήν λέω τόν πόνο μου, τήν ἀνησυχία μου, τό πρόβλημά μου καί μέ ἀκούει.
Προσέχω μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τίς ἄσχημες σκέψεις μόλις μοῦ χτυπήσουν τήν πόρτα, δέν τήν ἀνοίγω. Δέν συζητῶ μαζί μέ τίς σκέψεις γιατί μιλῶ μέ τόν διάβολο. Στρέφω τόν νοῦ μου στήν Πα-ναγιά, προσεύχομαι, ἔρχομαι σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπους πού εἶναι σχετικοί μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή φύση. Παίρνω τά φάρμακα γιατί πρέπει νά βοηθηθεῖ τό ἄρρωστο σῶμα. Καί κάνω ὑπομονή. Τί ση-μαίνει ὑπομονή; Ὑπό καί μένω κάθομαι κάτω ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτόν πού σταύρωσαν οἱ ἁμαρτίες μας, πού ἀπό Ἀγάπη πέθανε γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή διαβολική τριάδα: Διάβολο, ἁμαρτία, θάνατο καί μέ τήν Ἀνάστασή Του πῆρε τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί τήν ἀνέβασε πάνω ἀπό τούς Ἀγγέλους στά δεξιά Τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Ὁ κάθε ἄνθρωπος νά βρεῖ ἐνδιαφέροντα πράγματα καί δημιουργικά πού νά τοῦ ἀρέσουν. μου-σική, νά μάθει ὄργανο, νά ἀσχολεῖται μέ τόν κῆπο, ἡ μελέτη κ. ἄ.
Δέν πηγαίνω σέ ψυχολόγους, ἀλλά σέ ψυχίατρο καί μάλιστα νά ἔχει σχέσει μέ Ἐκκλησία, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν. Ἡ πείρα μου μέ ἐδίδαξε ὅτι πολλοί ἀπό τούς ψυχιάτρους δέν πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά σέ μία ἀνώτερη δύναμη. Καί διερωτῶμαι: Πῶς ἀσχολοῦνται μέ τήν «θεραπεία τῆς ψυ-χῆς» πού δέν γνωρίζουν καθόλου, οὔτε τόν ρόλο της, τίς δυνάμεις της, γιατί μᾶς δόθηκε;
Μία μέρα εἶπα σέ ἕναν φοιτητή τῆς ἰατρικῆς πού συζητούσαμε γιά τη ψυχή καί τοῦ λέω: Τί εἶ-ναι ἡ ψυχή; Ποιός εἶναι ὁ ὁρισμός της; Ὄχι ἀόριστες λέξεις ἀλλά συγκεκριμένες. Δέν ξέρω μοῦ λέει. Τό δυστύχημα εἶναι ὄχι ὅτι ἐσύ δέν ξέρεις ἀλλά καί καθηγητές σου στή σχολή δέν ξέρουν. Γιά νά σοῦ τό ἀποδείξω, πήγαινε μετά τό τέλος τοῦ μαθήματος στόν καθηγητή ψυχιατρικῆς καί νά εἶστε μόνοι σας καί πές του. «Κύριε καθηγητά μᾶς μιλήσατε γιά ψυχιατρική καί τήν ψυχή. Μπο-ρεῖτε σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ πεῖτε τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς πού ἐσεῖς προσπαθεῖτε νά θεραπεύσετε;» Σοῦ λέω νά εἶσθε μόνοι γιατί μπορεῖ ὁ καθηγητής νά τό πάρει διαφορετικά, ὅτι πᾶς νά τόν μειώ-σεις, νά τόν κοροϊδέψεις, καί μπορεῖ νά στραφεῖ ἐναντίον σου.
Πράγματι πῆγε ὁ φοιτητής καί τοῦ ζήτησε τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν δέν ὑπάρχει ὁρισμός. Πόσο μεσάνυχτα εἶχε! Ἦρθε ὁ φοιτητής καί μοῦ τό εἶπε. Ἔλα νά σοῦ δώσω τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς πού τόν ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς λέει ὅτι εἶναι οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό καί αἰσθητικό σῶ- μα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαια παραμένει τό σῶμα στήν ζωή. Ἡ ψυχή εἰσάγει ζωτική δύναμη στόν σωματικό ὀργανισμό γιά τήν ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεων. (Γρηγ. Νύσσης ἔργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 228, 250) Αὐτό σημαίνει ὅτι τό σῶμα κινεῖται ἀπό τή δύναμη καί τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, γενητή, δημιουργημένη ἀπό τόν Θεό, εἶναι νοερά καί ζῶσα οὐσία, πού μεταδίδει τήν ζωή στό σῶμα, ἕως ὅτου διατηρεῖται ἡ ἑνότητα ψυχῆς καί σώ-ματος, μέ τήν βοήθεια καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕναν ὁλοκληρωμένο ὁρισμό γιά τήν ψυχή μας δίνει ὁ ὅσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Οὐσία δέ ψυχῆς ἐστίν, ὡς καί ἄλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, ἁπλή, ἀσώματος, ζῶσα, ἀθάνατος, ἀόρα-τος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς μηδαμῶς θεωρουμένη, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῶ κεχρημένη σώματι καί παρεκτική τούτω ζωῆς κινήσεως, αὐξήσεως, αἰσθήσεως καί γεννήσεως, νοῦν ἔχουσα μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον, πατέρα καί προβολέα τοῦ λόγου, αὐτεξούσιος φύσει, θελητική τε καί ἐνεργητική καί τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή». (Νικήτα Στηθάτου: Μυ- στικά συγγράμματα, ἐκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 98).
Ἡ ψυχή, ἐπίσης, εἶναι ζῶσα ὕπαρξη, ἁπλή, ἀσώματη· ἡ φύση της εἶναι ἀόρατη μέ τά μάτια τοῦ σώματος· εἶναι λογική καί νοερή, χωρίς σχῆμα· κατοικεῖ σέ ὀργανικό σῶμα καί τοῦ παρέχει ζωή, ἀνάπτυξη, ἀντίληψη καί γέννηση· δέν ἔχει τόν νοῦ σάν κάτι διαφορετικό ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀλλά σάν τό πιό καθαρό στοιχεῖο της· διότι, ὅπως εἶναι τό μάτι στό σῶμα, ἔτσι εἶναι καί ὁ νοῦς γιά τήν ψυχή. Εἶναι αὐτεξούσια καί ἔχει θέληση καί ἐνέργεια· εἶναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα μέ τή θέλησή της, διότι εἶναι κτιστή. Ὅλα αὐτά τά ἔχει λάβει μέ φυσική τάξη ἀπό τή χά-ρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἡ ὁποία τῆς ἔδωσε καί τήν ὕπαρξη καί τή φύση». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δα-μασκηνό Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ 26).
Πῶς εἶναι δυνατόν νά θεραπεύσουν τήν ψυχή πού δέν τήν γνωρίζουν πού εἶναι ἀόρατη, ἀπλη-σίαστη ἀπό τόν ἄνθρωπο;
Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: Αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας, ἡ ὑπερηφάνειά μας. Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία πού ἔγραφε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν Ὀλυμπιάδα εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιά νά ἔρθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ.
Τό φάρμακο τό ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός πού εἶναι ὁ δημιουργός μας καί Αὐτός γνωρίζει τό «μηχάνημα» (ἄνθρωπο) πού κατασκεύασε καί γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ. Γι’ αὐτό καί στήν ὑνολο-γία τῆς Ἐκκλησίας μας λέμε: «Κύριε ἴασε τήν ψυχήν ὅτι ἤμαρτόν σοι», στίχος τῆς δοξολογίας πού λέμε πρίν τήν θεία Λειτουργία. Γι’ αὐτό ἐθέσπισε καί τά Μυστήρια μετανοίας καί Ἐξομολογήσε-ως τοῦ Εὐχελαίου καί Θείας Εὐχαριστίς. Ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό πνευματικό νοσοκο-μεῖο, γιά νά θεραπεύσει τήν ἄρρωστη ψυχή καί τό σῶμα.
Τελειώνοντας σοῦ λέω ὅτι: Θά τό διαπιστώσεις καί μόνο σου. Ὁ Θεός τίποτε δέν παραχωρεῖ χωρίς λόγο, παρά μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ποτέ πάνω ἀπό τή δύναμή μας. Προ- σπάθησε νά καταλάβεις ὅτι πρίν σέ ἐπισκεφθεῖ ἡ «μαύρη φίλη μας», ὁ Θεός σέ προετοιμάζει. Πρίν σοῦ παραχωρήσει τόν πειρασμό, σοῦ στέλνει πρῶτα τή Χάρη Του. Νά σέ ἐνδυναμώσει. Γιατί ὁ διά- βολος σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς καταπιεῖ ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Πέ- τρος (Α΄ Πέτρου, ε΄).νά τόν περιφρονοῦν καί ἀναγκάζεται νά φύγει.
Ἀγαπητέ ἀναγνώστα σέ κούρασα, σοῦ ζητῶ συγνώμη. Βιώνω αὐτή τήν «ἀρρώστεια – δοκιμα- σία» 15 χρόνια καί ἤθελα νά μοιρασθῶ μαζί σου τόν προβληματισμό μου. Σέ παρακαλῶ μέλέτησε μέ ταπείνωση ὅσο μπορεῖς τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ θά βρεῖς σίγουρα τόν ἑαυτό σου καί τό πρό- βλημά σου, ἀλλά καί τή λύση τοῦ προβλήματός σου. Ἐπίσης συχνή Ἐξομολόγηση καί ὑπακοή σέ πεπειραμένο πνευματικό πατέρα.Θά βοηθηθεῖς πολύ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μήν τό ἀμελήσεις σέ παρακαλῶ.
Γιά τή λύπη ἡ Ἱ. Μονή τιμίου Προδρόμου Καρέα Ἀττικῆς ἔβγαλε ἕνα βιβλίο: «Ὠδή τό ἐφήμερο, ἡ λύπη στήν εὐρύτερη σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Πολλά ἔχεις νά μάθεις.
www.hggiken.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου