Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ


Όπως γνωρίζουμε όλοι, ο Χριστιανισμός ανύψωσε την γυναίκα και εξίσωσε τα δύο φύλα. Οντολογικά, θεολογικά και υπαρξιακά γκρεμίσθηκε ο μεσότοιχος που χώριζε τα δύο φύλα: «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3, 28), διατρανώνει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Και τούτο για τον λόγο ότι ο άνθρωπος δεν σώζεται ως φύλο, αλλά ως πρόσωπο.
Μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία ο άνδρας κινείται ως κεφαλή, όπως χαρακτηρίζεται και στην Αγία Γραφή (Α´ Κορ. 11, 3), ενώ η γυναίκα λειτουργεί ως καρδία. Ο Όσιος Μάξιμος το προσδιορίζει με σαφήνεια: «Ανήρ εστιν ο της φυσικής εν πνεύματι θεωρίας επιμελούμενος νους [...] γυνή δε του τοιούτου νοός εστιν η σύνοικος αίσθησις» (Προς Θαλάσσιον, 25, PG 90, 332A). Ο εγκέφαλος διαθέτει την λογική, την κρίση, την σκέψη. Η καρδία διαθέτει το συναίσθημα, την αγάπη, το μυστήριο. Αν ποτέ ήθελε ο εγκέφαλος –στον ανθρώπινο οργανισμό– να γίνη κι αυτός καρδία η η καρδία να γίνη και αυτή εγκέφαλος, το αποτέλεσμα θα ήταν να μεταβληθή ο οργανισμός αυτός σε ένα τέρας.
Για τον λόγο αυτό πιστεύουμε ακραδάντως ότι από την στιγμή που η γυναίκα – καρδία ηθέλησε παντοιοτρόπως να γίνη κι αυτή εγκέφαλος – άνδρας, άρχισε να διαταράσσεται ο οργανισμός της ανθρώπινης κοινωνίας και να μεταβάλλεται σε τερατώδες μόρφωμα με τα αλλοπρόσαλλα αποτελέσματα που όλοι γευόμαστε.
Έφθασε στο σημείο η γυναίκα να επιζητή να ιερωθή, να εισέρχεται στο Πανάγιο Θυσιαστήριο, να ανέρχεται στο αναλόγιο του Ιεροψάλτου, να λαμβάνη την θέση του Επιτρόπου στα Ενοριακά Εκκλησιαστικά Συμβούλια.
Στις αρχές, βεβαίως, της εκκλησιαστικής ζωής οι γυναίκες ελάμβαναν μέρος σε διακονήματα εκκλησιαστικά, όμως μετέπειτα εξέλιπε κι αυτή η διακονία τους.
Άλλωστε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έχει αποφανθή: «Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν• ου γαρ επιτρέπεται αυταίς λαλείν [...] αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησίαις λαλείν» (Α´ Κορ. 14, 34-36). Ας το ακούουν αυτό οι Ιερείς, οι οποίοι επιτρέπουν στους ιεροψάλτες να αναβιβάζουν γυναίκες στο αναλόγιο και να συμψάλλουν μετ᾽ αυτών.
 Ο Ιερός Χρυσόστομος επεξηγεί ότι δεν επιτρέπεται στην γυναίκα να προκάθεται και να άρχη των ανδρών. Αν θέλη να παραινέση και να καθοδηγήση κάποιον -όπως έχομε πολλά τέτοια παραδείγματα στην Αγία Γραφή – αυτό να γίνεται ιδιωτικώς, «εν τη οικία», και όχι δημοσία «εν εκκλησίαις»: «Ανδράσι μεν γαρ επιτέτραπται διδάσκειν άνωθεν και άνδρας και γυναίκας• γυναιξί δε τον μεν παραινετικόν επιτρέπει λόγον επ᾽ οικίας, ουδαμού δε προκαθήσθαι συγχωρεί, ουδέ μακρόν αποτείνειν λόγον αφίησι» (PG 62, 683).
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το ψάλλειν, ως γνωστόν, επέχει την θέση του εκπροσωπείν τον λαό. Ο ιεροψάλτης απαντά στον Λειτουργό - Ιερέα εκ μέρους του λαού, τα δε ψαλλόμενα, συνιστούν, σύμφωνα με έγκριτους μελετητές, διδασκαλία και ομολογία της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Ο καθηγητής Αθ. Βουρλής γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιερά ψαλμωδία ούσα θείος λόγος εξ Αποκαλύψεως Πνεύματος Αγίου [...] είναι ου μόνον Πνευματοδώρητος αλλά και Πνευματοκίνητος ‘διδαχή’ και ‘γλώσσα’ της θεολογίας, ‘ερμηνεία’ και ‘κήρυγμα’ της αληθούς πίστεως, δοξαστική και ευχαριστιακή κραυγή της λατρευτικής εν Αγίω Πνεύματι ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Δογματοηθικαί όψεις της Ορθοδόξου ψαλμωδίας, 1994, σ. 265).
Άρα, εφόσον ο Απόστολος Παύλος εξαγγέλει ότι η γυναίκα «εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή• διδάσκειν δε γυναικί ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ᾽ είναι εν ησυχία» (Α´ Τιμ. 2, 11), πως επιζητεί η γυναίκα να λάβη τέτοια θέση μέσα στον Ιερό Ναό, παρακούοντας τον Νόμο του Θεού και φέροντας θανάσιμη αταξία την υψίστη ώρα της Θείας Λατρείας;
Ο 70ος κανόνας της ΣΤ´ Οικουμενικής συνόδου, ερμηνεύοντας τα σχετικά χωρία της Καινής Διαθήκης, διαλαμβάνει τα εξής: «Μη εξέστω ταις γυναιξίν εν τω καιρώ της θείας λειτουργίας λαλείν• αλλά κατά την φωνήν Παύλου του Αποστόλου, σιγάτωσαν• ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ᾽ υποτάττεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει• ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα Κανόνων 2, σσ. 467-468). Πόσο μάλλον να κηρύττουν η να ψάλουν στον Ναό. Ο Νικόδημος Μίλας υπογραμμίζει: «Η Εκκλησία ουδέποτε ανεγνώρισε το δικαίωμα ταις γυναιξίν, ίνα αύται φροντίζωσιν περί των εσωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας, αλλά μάλλον οφείλουσιν αύται κατά τα παραγγέλματα της Αγίας Γραφής να σιγώσιν εν τη εκκλησία και να υποτάσσωνται, ουδαμώς δικαιούμεναι εκτελείν εσωτερικάς εκκλησιαστικάς διακονίας (Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, 1906, σ. 363).
Ο Ζωναράς στην ερμηνεία του ανωτέρω κανόνα, έχοντας υπ᾽ όψιν προφανώς τον Σοφοκλή, ο οποίος λέγει πως «γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει» (Aίας, 293) επισημειώνει ότι «και τοις θύραθεν αρμόδιον έδοξε» η σιωπή της γυναίκας. Την ίδια άποψη βρίσκομε και στον Λιβάνιο: «ω γύναι, πρέπει σιγάν, ως γε και των τεττίγων ο μεν άρρην άδει» (Ομ. 26, Foerster, Leipzig: Teubner 1997, 26,1,41,3). Στην προκειμένη περίπτωση των χριστιανών γυναικών η παντός είδους παρέμβαση, «ου μόνον κατά τον καιρόν της λειτουργίας, αλλ᾽ επί πάσης συνελεύσεως των πιστών», απαγορεύεται ως ανοίκειος.
Συνακολούθως, ο 44ος κανόνας της εν Λαοδικεία συνόδου διακελεύει: «Ότι ου δει γυναίκας εν τω θυσιαστηρίω εισέρχεσθαι» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα κανόνων 3, σ. 212). Ο κανονολόγος Αριστηνός αποφαίνεται: «Γυναιξί το ιλαστήριον άβατον» (οπ.π., σ. 212).
Ίσως κάποιος αντείπει ότι στην Αγία Γραφή αναφέρονται πολλές περιπτώσεις προφητίδων γυναικών (βλ. Δεβώρα, Ολδά, Άννα μητέρα Σαμουήλ, θυγατέρες Απ. Φιλίππου, κ.αλ.) και άρα η διδασκαλία συναποτελούσε και χάρισμα των γυναικών. Στο επιχείρημα αυτό απαντούμε μέσα από την γλώσσα των Πατέρων: «Προεφήτευον αι θυγατέρες Φιλίππου, αλλ᾽ουκ εν ταις εκκλησίαις έλεγον... ουκ αν εύροις ότι Δεββώρα εδημηγόρησεν εις τον λαόν, ώσπερ Ιερεμίας και Ησαΐας• ουκ αν εύροις ότι Ολδά προφήτις ούσα ελάλησε τω λαώ [...] εν τω Ευαγγελίω αναγέγραπται Άννα προφήτις [...] αλλ᾽ουκ εν εκκλησία ελάλησεν [...] μη γυναίκα ηγεμόνα γίνεσθαι τω λόγω του ανδρός [...] ουχ ίνα άνδρες καθήμενοι ακούωσι γυναικών, ως εκλειπόντων ανδρών των δυναμένων πρεσβεύειν τον του Θεού λόγον» (Catenae in Sancti Pauli epistolas ad Corinthios, Cramer 1967, σ. 279, PG 60, 315).
Επιπροσθέτως, οφείλουμε να τονίσουμε και τούτο: Ο Θεάνθρωπος Κύριος στον Μυστικό Δείπνο, εκεί όπου παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δεν κάλεσε τις Μαθήτριες, οι οποίες Τον ακολουθούσαν και Τον διακονούσαν, αλλ᾽ούτε και αυτή την Μητέρα Του (Πρβλ. Μαρκ. 14, 17. Λουκ. 22, 14). Μετά δε την προδοσία του Ιούδα, την θέση του πεπτωκότος μαθητού δεν την κάλυψε η Παναγία μας η κάποια από τις μαθήτριες, αλλά ο Ματθίας. (Πραξ. 1, 23-26). Ακόμη, όταν επέστη η ανάγκη εκλογής διακόνων για την υπηρεσία της ετοιμασίας των τραπεζών, επελέγησαν και για την διακονία αυτή άνδρες –οι επτά Διάκονοι– και όχι γυναίκες (Πραξ. 6, 2-7).
Εκ των ανωτέρω καταδεικνύεται ότι η Αγία μας Εκκλησία δεν έδωσε ποτέ το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης και της διακονίας του λόγου, μέρος του οποίου είναι και η ψαλμωδία εν ώρα Λατρείας, στην γυναίκα. Και αυτό συμβαίνει όχι γιατί η Εκκλησία μας υποτιμά το γυναικείο φύλο η γιατί είναι υπέρ της κοινωνικής ανισότητας, αλλά για τον λόγο ότι σέβεται την πιστότητα στην αλήθεια την Αγιοπατερική και την οντολογική φύση.
Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι και εν προκειμένω η γυναίκα ότι το ήθος της Εκκλησίας μας είναι ταυτισμένο με την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ο Τριαδικός Θεός. Για να υπάρχη ο άνθρωπος στον χώρο της αληθείας, είναι ανάγκη να πορεύεται σύμφωνα με το Πανάγιο θέλημά Του.
Το «ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. 1, 38) είναι η οδός πορεύσεως της γυναίκας και γενικώτερα του ανθρώπου για την σωτηρία του.

Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Θεολογίας


*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος»  στις 17/11/2017