Του Σταύρου Χριστακόπουλου (www.topontiki.gr 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011)
Η πλήρης αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και του Μνημονίου ομολογείται πια από όλους. Αψευδής μάρτυρας η τρομακτική ύφεση, η οποία, κατά την ομολογία και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλου, θα συνεχιστεί και το 2011. Σύμφωνα με την πρόβλεψή του θα κυμανθεί άνω του 3%, αλλά η πρόβλεψη αυτή είναι καταφανώς επισφαλής. Ήδη άλλωστε το 2010 η πτώση του ΑΕΠ ανήλθε σε 4,5% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, για τα οποία σώφρον θα ήταν να κρατάμε μικρό καλάθι.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους και η ύφεση έφτασε το 6,6%. Αν προσθέσουμε τον πληθωρισμό, που έχει ανέβει πάνω από το 5%, τη συνεχώς εκτοξευόμενη ανεργία και το κλείσιμο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κατά δεκάδες χιλιάδες, τότε η κατάσταση γίνεται ζοφερή.
Με το έλλειμμα του 2010 στο 10%, το χρέος αλματωδώς αυξανόμενο και όλα τα προηγούμενα ως δεδομένα, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ύστερα από την περίοδο... «γνωριμίας», πλέον περνά στο ψητό: «Το μόνο που σας σώζει είναι να ξεπουλήσετε».
Τα μέτρα περικοπών σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικό κράτος δεν έχουν ορατό τέλος. Παγιδευμένη σε ένα «σπιράλ θανάτου», η ελληνική οικονομία δεν έχει ορατή διέξοδο προς την ανάκαμψη. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα όταν φύγουν από τον εθνικό έλεγχο όχι μόνο οι επιχειρήσεις του Δημοσίου, αλλά και οι υποδομές της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, συγκοινωνίες, ενέργεια, επικοινωνίες) και το σύνολο της δημόσιας περιουσίας.
Οι δανειστές και επιτηρητές μας είναι πλέον σαφείς, όπως περιγράφει και το σημερινό ρεπορτάζ του «Π»: «Αν δεν πουλήσετε, θα κατάσχουμε». Αυτό άλλωστε προβλέπεται από τη δανειακή σύμβαση που η κυβέρνηση υπέγραψε στο πλαίσιο του μηχανισμού «στήριξης». Την οποία μάλιστα ποτέ δεν έφερε για κύρωση στη Βουλή, με αποτέλεσμα κανείς να μην γνωρίζει το πλήρες περιεχόμενό της.
Αδιαφάνεια
Η αποθέωση της αδιαφάνειας, και μάλιστα από μια κυβέρνηση η οποία διαλύει τον κοινωνικό ιστό στο όνομα της καταπολέμησης της διαφθοράς. Όπως άλλωστε έκαναν κι άλλες κυβερνήσεις υπό καθεστώς ΔΝΤ, οι οποίες, στο όνομα της διαφάνειας, εκτόξευσαν τη διαφθορά στα ουράνια. Αδιάψευστο το παράδειγμα της... Αργεντινής, με την οποία μοιάζουμε όλο και περισσότερο, όπως όλο και πιο πολλοί παραδέχονται.
Άλλα θα περίμενε κάποιος εχέφρων πολίτης να συμβαίνουν ύστερα από τόσα καινοφανή που έπεσαν επί της κεφαλής του το τελευταίο διάστημα:
● Ύστερα από τόση ρητορική περί διαφάνειας και πολέμου «κατά της διαφθοράς».
● Ύστερα από τη συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια να πειστεί ολόκληρη η κοινωνία ότι είναι διεφθαρμένη.
● Ύστερα από την εξελισσόμενη απόπειρα να πειστούμε – μέσω ψευδοϊστορικών ντοκιμαντέρ – ότι είμαστε ένα κατασκευασμένο έθνος που κατάγεται από κοινούς λωποδύτες και πλιατσικολόγους και κακώς αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Θα περίμενε για παράδειγμα – ο εχέφρων πολίτης – πως μιας κυβέρνησης που εργάζεται για τη «σωτηρία της χώρας» θα έθετε ως πρωτεύοντες στόχους, εκτός από την πάταξη της αδιαφάνειας, την ανασυγκρότηση της οικονομίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Και ότι πολύτιμο σύμμαχο σ’ αυτή την προσπάθεια θα αποτελούσε η ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της Ελλάδας. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν συμβαίνει:
● Η οικονομία εμφανίζει την εικόνα που λίγο παραπάνω περιγράψαμε. Με άκρως επιβαρυντικό παράγοντα το πλήρες ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και μάλιστα, όπως θα διαβάσετε στο σημερινό «Π», υπό τον στυγνό εκβιασμό: «Πουλήστε, αλλιώς μπορούμε και να εφαρμόσουμε τις πρόνοιες της δανειακής σύμβασης περί κατάσχεσης»!
● Στο πεδίο της διαφάνειας βλέπουμε μια απίστευτα μυστικοπαθή – και εν πολλοίς προσωπική – «επενδυτική διπλωματία». Στο πλαίσιο της οποίας φαίνεται να εντάσσεται και ο διπλασιασμός των μυστικών – και κατ’ εξοχήν αδιαφανούς διαχείρισης – κονδυλίων αρμοδιότητας του ΥΠΕΞ.
● Ακόμη κι αν ελπίζαμε ότι η ενίσχυση της διεθνούς δραστηριότητας της χώρας θα υποβοηθούνταν έστω και με τέτοιου είδους κινήσεις του εν λόγω υπουργείου, η πραγματικότητα μας διαψεύδει τραγικά. Όπως θα δείτε πολύ αναλυτικά στο βασικό θέμα του σημερινού φύλλου του «Π», η διεθνής παρουσία της Ελλάδας υποβαθμίζεται ραγδαία.
Για την ακρίβεια, σε έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ (το οποίο δημοσιεύουμε σήμερα ολόκληρο), ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Πρετόρια περιγράφει την εικόνα μιας «αφρικανικής χώρας της αισχίστης υποστάθμης», η οποία αδυνατεί – ή, ίσως, δεν επιλέγει – να πληρώσει ακόμη και τα δημοτικά τέλη , τα καύσιμα κίνησης, τους μισθούς των υπαλλήλων, τα είδη υγιεινής και τις... εφημερίδες (!) για τις πρεσβείες της.
Το έγγραφο αυτό, διατυπωμένο σε μια ασυνήθιστη μη διπλωματική γλώσσα, είναι ενδεικτικό του ύψους των εξόδων λειτουργίας που επιχειρεί να μετακυλίσει η κυβέρνηση στην τσέπη των διπλωματών, από τους οποίους έχει ήδη περικόψει το 30%-35% των αποδοχών τους. Ακόμη περιγράφει την εικόνα από το εγγύς μέλλον της χώρας, εξ αιτίας της πολιτικής της κυβέρνησης και των πατρόνων της τρόικας και του ΔΝΤ.
Το κύριο συμπέρασμα από την ανάγνωσή του είναι ότι η κυβέρνηση μετατρέπει ταχύτατα τις ελληνικές διπλωματικές αρχές στο εξωτερικό σε προβληματικές επιχειρήσεις για να... τις κλείσει! Από τις 101 Πρεσβείες και Μον. Αντιπροσωπείες σε Διεθνείς Οργανισμούς και τα 40 Γεν. Προξενεία θα μείνουν 40- 50 Αρχές συνολικά, για να τοποθετούν εκεί τους δικούς τους, με (όπως... ψιθυρίζεται) υπόγειες υψηλότατες αμοιβές από τα απόρρητα κονδύλια.
Την ίδια ώρα στην Πρετόρια της Ν. Αφρικής ο πρεσβευτής μας διαπιστώνει: «Αν δεν πληρώσεις τον Αφρικάνο στην ώρα του και τα χρήματά του, τότε σε σκοτώνει για 10 ευρώ. Για να δούμε πώς θα ξεμπερδέψουμε από αυτή τη λαίλαπα, στην οποία μας έχετε βάλει».
Έναντι πινακίου φακής
Αυτή η εικόνα, όμως, δεν περιορίζεται στο ΥΠΕΞ και την ελληνική διπλωματία. Αντιθέτως περιγράφει γλαφυρά και ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση κάνει πράξη το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» διαλύοντας κάθε πτυχή του δημόσιου τομέα και απορρυθμίζοντας συνολικά την οικονομία, προκειμένου να παραδώσει προς εκμετάλλευση στα διεθνή λαμόγια των αγορών, με τα οποία συναναστρέφεται, κάθε παραγωγική ικμάδα της χώρας.
Στο όνομα της δημοσιονομικής σταθερότητας η κυβέρνηση διαλύει όχι μόνο τις διπλωματικές αποστολές της χώρας στο εξωτερικό, αλλά κάθε δημόσια δραστηριότητα κοινής ωφέλειας και κάθε έκφανση κοινωνικού κράτους: υγεία, παιδεία, ηλεκτρισμός, ύδρευση, δημόσια γη αποτελούν φιλέτα τα οποία προσφέρονται ήδη έναντι πινακίου φακής.
Συνεπακόλουθο της διάλυσης είναι το ξεπούλημα, καθώς βγαίνει στο σφυρί δημόσια περιουσία μέχρι του ύψους των 50 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά, παρά τις διαβεβαιώσεις του Γ. Παπανδρέου, δεν βγαίνουν παρά μόνο αν ξεπουληθούν δημόσιες γαίες, βουνά, νερά, παραλίες, βραχονησίδες και πάει λέγοντας. Ή αν – κάτι μάλλον αμφίβολο – εκμισθωθούν για δεκαετίες στερώντας από την Ελλάδα κάθε ελπίδα αυτόνομης παραγωγικής ανάκαμψης για πάρα πολλά χρόνια...
Με την πολιτική πρακτική της η κυβέρνηση μετατρέπεται σε στυγνό ντίλερ με μόνο στόχο την αρπαγή του εισοδήματος των εργαζομένων και του δημόσιου πλούτου και τη μεταβίβασή του ως τοκοχρεολύσιο στους δανειστές. Τα αλλεπάλληλα Μνημόνια σωρεύουν απαιτήσεις αδύνατον να εισπραχθούν, με αποτέλεσμα τη συνεχή περικοπή μισθών και συντάξεων, τις απολύσεις, το κλείσιμο επιχειρήσεων κατά δεκάδες χιλιάδες και τη συνολική βύθιση της οικονομίας σε μια βαθιά ύφεση, που είναι άγνωστο αν ποτέ θα ξεπεραστεί.
Ο διπλωμάτης στο έγγραφό του γράφει τη φράση - κλειδί: «Αφρικανική χώρα της αισχίστης υποστάθμης»...
Για τα μέτρα της κοψιάς του, χωρούσαν άλλοι τρεις στο μπαλωμένο παντελόνι του. Σαν αλλοπαρμένος με σοφιστικέ στρογγυλά γυαλιά, αχτένιστα μαλλιά, κατάλευκα.
Από μακριά ξεχώριζε, βεραμάν πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες, έξω από την κόκκινη ζακέτα με τα σπασμένα κουμπιά. Το υπόλοιπο της ζώνης που φορούσε στη μέση έφτανε μέχρι την πλάτη. Εδωσε τη θέση του σε μια πολύτεκνη οικογένεια με τα μωρά στα καρότσια, δίπλα στο φοίνικα. Πήγε να χαμογελάσει στο ένα, σαν να δίστασε, έκανε ένα βήμα πίσω και στήθηκε στην ουρά. Φοβισμένα μάτια που ζητούσαν καταφύγιο στην ανωνυμία του πεινασμένου πλήθους. Ανευρος σε πείσμα των έκρυθμων καιρών, λιγομίλητος, μοναχικός, φάνταζε μακάρια υπομονετικός, ολιγαρκής. «Εχω κάνα-δυο μήνες που ξεκίνησα να έρχομαι εδώ. Ενας ξάδελφος μου το 'πε που έρχεται τακτικά» μας λέει ο Βαγγέλης Π.
Στα λαϊκά συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, γύρω στις 2.30 μ.μ., μια κοινωνία συμπολιτών αποκαλύπτει το νόημα που ο φτωχός προσδίδει στη λέξη φτώχεια. Κάθε ιστορία άλλη, αλλά και όμοια. Ομοια στην οδύνη, στην ντροπή, στο στίγμα, στον αυτοστιγματισμό, στην αυτολύπηση. Καμιά διακοσαριά μέτρα κάτω από τον πάλαι ποτέ ναό του χρήματος στη Σοφοκλέους, συναντάς τους νεόπτωχους εκπεσόντες του ελληνικού ονείρου. Δίπλα του περιθωριακοί, άστεγοι, πένητες αλλοδαποί. Οπως λένε οι στατιστικές της Κομισιόν, εάν κάποιος πέσει κάτω από την κόκκινη γραμμή της φτώχειας, πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει πάνω από αυτήν.
Τα εδώ στοιχεία των συσσιτίων αναφέρουν πως το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότεροι συνάνθρωποί μας -πάνω από 5%- με χαμηλό εισόδημα ή μηδαμινό επιλέγουν κάποιο από τα δωρεάν γεύματα που προσφέρουν ο Δήμος Αθηναίων και η Αρχιεπισκοπή.
Ετών 54, ο Βαγγέλης Π. μοιάζει για πάνω από εξήντα, εμφανώς ταλαιπωρημένος. Ξεκινά κάθε πρωί από την πλατεία Αμερικής, περνά από την Αριστοτέλους, βλέπει κάτι φίλους από τότε που είχε μαγαζί με ηλεκτρονικά. «Δεν πήγε καλά η ιστορία, κλείσαμε, έμεινα από δουλειά. Μεροκάματα δεν κάνω, δεν έχω τα χρόνια για σύνταξη». Διακρίνεις την αμηχανία του, μοιάζει με το παιδί που το μάλωσε ο δάσκαλος και το έβαλε τιμωρία όρθιο στην τάξη. Αποφεύγει να σε κοιτάξει κατάματα. Τα χέρια του νευρικά μπαινοβγαίνουν στις τσέπες του παντελονιού, προδίδοντας την αμηχανία του. «Λοιπόν, τι μενού έχουμε σήμερα;» τον ρωτάμε. «Σούπα, με καρότο και ψαράκι, βλέπω εκεί δυο-τρεις που δοκιμάζουν». Επιμένω, περισσότερο για συντροφιά, για να μην αισθάνεται άβολα. «Σας αρέσει το φαγητό;». Δεν το πολυσκέφτεται. «Καλό είναι, άκουσα χθες έναν παπά που τα φέρνει με το φορτηγάκι, έλεγε πως θα βελτιωθούν οι μερίδες. Κάτι θα ξέρουν». Τον χαιρετώ, ευχαριστεί ευγενικά και κρύβεται στην ασφαλή ομοιότητα της αναμονής των «συνδαιτυμόνων» του.
Περιπλανώμενη στο χαώδη φόβο της η Ελένη Τ., κάθιδρη μας πλησιάζει και μας ζητεί να τη βοηθήσουμε να παρακάμψει τη σειρά. Αναμαλλιασμένη, με σαγιονάρες, μια ρόμπα πλύστρας και κασκόλ στο λαιμό. «Είμαι άρρωστη, χήρα εδώ και χρόνια. Παίρνω μια σύνταξη του ΟΓΑ και δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα. Εχω κάνει μαστεκτομή, έρχομαι πρωί και μεσημέρι από τα Πετράλωνα για ένα πιάτο φαγητό. Πες σε εκείνη την ξανθιά κυρία με το κόκκινο να μου βάλει σε ένα κουτί το μεσημεριανό». Βρίσκει ένα παγκάκι άδειο και κάθεται, παρακολουθεί την κίνηση αγχωμένη.
Κάνοντας κατάχρηση της καλοσύνης και της ευγενικής ανταπόκρισης των ανθρώπων που καθημερινά επιτελούν σπουδαίο έργο, μαζί με άλλους εθελοντές της Εκκλησίας εκεί στον Δήμο Αθηναίων, εξασφαλίζουμε τη μερίδα της. Ψαρόσουπα, ψωμί, αναψυκτικό, κουταλοπίρουνο και χαρτοπετσέτα. Προχωρά προς το μέρος μας, μας ευχαριστεί και αποσύρεται για να γευματίσει δίπλα στη βρύση.
Μια-δυο παρέες Ελλήνων σχολιάζουν την ανυπομονησία των αλλοδαπών. Πλησιάζουμε. Σχολιάζουν έναν οξύθυμο φωνακλά διανομέα ψωμιού. «Αρχές Δεκεμβρίου πρωτοήρθα», μας λέει ο Παντελής Ρ. «Είμαι καρδιοπαθής, ζω με τη γυναίκα μου σε μια αποθήκη εδώ πιο πέρα. Δεν έχω πια εισοδήματα. Για πάνω από ένα χρόνο. Εχασα λεφτά, είχα μπλέξει με μεσιτικά. Τι να σου πω. Ευτυχώς, έχουμε ένα πιάτο φαΐ εδώ». Από την τσέπη της φόρμας με το λογότυπο των Λος Αντζελες Λέικερς βγάζει μια πάνινη τσάντα και από μέσα δυο-τρεις πλαστικές. «Δεν ζητιανεύω, δεν τα βάζω με την τύχη μου. Είχα εργοστάσιο υφαντουργίας και έκλεισε. Δεν τα κατάφερα μετά. Ευτυχώς δεν έχουμε παιδιά. Μάθαμε πια να ζούμε με τα ελάχιστα».
Παίρνει το λόγο ο Θεόφιλος Ζ. «Εσείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζετε ποιοι χαρακτηρίζονται ως φτωχοί;». «Δεν τα γράφετε ούτε τα δείχνετε στις τηλεοράσεις. Φτωχούς λένε όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Εμείς που δεν έχουμε τίποτε, ξέρεις τι είμαστε φίλε; Τη δύναμη του κράτους τη μετράς από τη φροντίδα και τη μέριμνα που έχει για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Οχι από τις ψευτομαγκιές και τους παλικαρισμούς με τους δανειστές σου. Τι ανάγκη έχουν αυτοί...».
Φεύγοντας από τη Σοφοκλέους των πτωχών έναν κόμπο νιώθεις στο στομάχι σου. Δυσκολεύεσαι να ανηφορίσεις, καθώς τριβελίζει το νου σου η κάθε διαφορετική ιστορία, όντας στα επιμέρους όμοια στην οδύνη της. Ομοια σε αυτό το διαβρωτικό αίσθημα ανυπαρξίας που κατακλύζει κάθε αναξιοπαθούντα συμπολίτη μας. *