Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Για τα μέτρα της κοψιάς του, χωρούσαν άλλοι τρεις στο μπαλωμένο παντελόνι του. Σαν αλλοπαρμένος με σοφιστικέ στρογγυλά γυαλιά, αχτένιστα μαλλιά, κατάλευκα.
Από μακριά ξεχώριζε, βεραμάν πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες, έξω από την κόκκινη ζακέτα με τα σπασμένα κουμπιά. Το υπόλοιπο της ζώνης που φορούσε στη μέση έφτανε μέχρι την πλάτη. Εδωσε τη θέση του σε μια πολύτεκνη οικογένεια με τα μωρά στα καρότσια, δίπλα στο φοίνικα. Πήγε να χαμογελάσει στο ένα, σαν να δίστασε, έκανε ένα βήμα πίσω και στήθηκε στην ουρά. Φοβισμένα μάτια που ζητούσαν καταφύγιο στην ανωνυμία του πεινασμένου πλήθους. Ανευρος σε πείσμα των έκρυθμων καιρών, λιγομίλητος, μοναχικός, φάνταζε μακάρια υπομονετικός, ολιγαρκής. «Εχω κάνα-δυο μήνες που ξεκίνησα να έρχομαι εδώ. Ενας ξάδελφος μου το 'πε που έρχεται τακτικά» μας λέει ο Βαγγέλης Π.
Στα λαϊκά συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, γύρω στις 2.30 μ.μ., μια κοινωνία συμπολιτών αποκαλύπτει το νόημα που ο φτωχός προσδίδει στη λέξη φτώχεια. Κάθε ιστορία άλλη, αλλά και όμοια. Ομοια στην οδύνη, στην ντροπή, στο στίγμα, στον αυτοστιγματισμό, στην αυτολύπηση. Καμιά διακοσαριά μέτρα κάτω από τον πάλαι ποτέ ναό του χρήματος στη Σοφοκλέους, συναντάς τους νεόπτωχους εκπεσόντες του ελληνικού ονείρου. Δίπλα του περιθωριακοί, άστεγοι, πένητες αλλοδαποί. Οπως λένε οι στατιστικές της Κομισιόν, εάν κάποιος πέσει κάτω από την κόκκινη γραμμή της φτώχειας, πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει πάνω από αυτήν.
Τα εδώ στοιχεία των συσσιτίων αναφέρουν πως το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότεροι συνάνθρωποί μας -πάνω από 5%- με χαμηλό εισόδημα ή μηδαμινό επιλέγουν κάποιο από τα δωρεάν γεύματα που προσφέρουν ο Δήμος Αθηναίων και η Αρχιεπισκοπή.
Ετών 54, ο Βαγγέλης Π. μοιάζει για πάνω από εξήντα, εμφανώς ταλαιπωρημένος. Ξεκινά κάθε πρωί από την πλατεία Αμερικής, περνά από την Αριστοτέλους, βλέπει κάτι φίλους από τότε που είχε μαγαζί με ηλεκτρονικά. «Δεν πήγε καλά η ιστορία, κλείσαμε, έμεινα από δουλειά. Μεροκάματα δεν κάνω, δεν έχω τα χρόνια για σύνταξη». Διακρίνεις την αμηχανία του, μοιάζει με το παιδί που το μάλωσε ο δάσκαλος και το έβαλε τιμωρία όρθιο στην τάξη. Αποφεύγει να σε κοιτάξει κατάματα. Τα χέρια του νευρικά μπαινοβγαίνουν στις τσέπες του παντελονιού, προδίδοντας την αμηχανία του. «Λοιπόν, τι μενού έχουμε σήμερα;» τον ρωτάμε. «Σούπα, με καρότο και ψαράκι, βλέπω εκεί δυο-τρεις που δοκιμάζουν». Επιμένω, περισσότερο για συντροφιά, για να μην αισθάνεται άβολα. «Σας αρέσει το φαγητό;». Δεν το πολυσκέφτεται. «Καλό είναι, άκουσα χθες έναν παπά που τα φέρνει με το φορτηγάκι, έλεγε πως θα βελτιωθούν οι μερίδες. Κάτι θα ξέρουν». Τον χαιρετώ, ευχαριστεί ευγενικά και κρύβεται στην ασφαλή ομοιότητα της αναμονής των «συνδαιτυμόνων» του.
Περιπλανώμενη στο χαώδη φόβο της η Ελένη Τ., κάθιδρη μας πλησιάζει και μας ζητεί να τη βοηθήσουμε να παρακάμψει τη σειρά. Αναμαλλιασμένη, με σαγιονάρες, μια ρόμπα πλύστρας και κασκόλ στο λαιμό. «Είμαι άρρωστη, χήρα εδώ και χρόνια. Παίρνω μια σύνταξη του ΟΓΑ και δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα. Εχω κάνει μαστεκτομή, έρχομαι πρωί και μεσημέρι από τα Πετράλωνα για ένα πιάτο φαγητό. Πες σε εκείνη την ξανθιά κυρία με το κόκκινο να μου βάλει σε ένα κουτί το μεσημεριανό». Βρίσκει ένα παγκάκι άδειο και κάθεται, παρακολουθεί την κίνηση αγχωμένη.
Κάνοντας κατάχρηση της καλοσύνης και της ευγενικής ανταπόκρισης των ανθρώπων που καθημερινά επιτελούν σπουδαίο έργο, μαζί με άλλους εθελοντές της Εκκλησίας εκεί στον Δήμο Αθηναίων, εξασφαλίζουμε τη μερίδα της. Ψαρόσουπα, ψωμί, αναψυκτικό, κουταλοπίρουνο και χαρτοπετσέτα. Προχωρά προς το μέρος μας, μας ευχαριστεί και αποσύρεται για να γευματίσει δίπλα στη βρύση.
Μια-δυο παρέες Ελλήνων σχολιάζουν την ανυπομονησία των αλλοδαπών. Πλησιάζουμε. Σχολιάζουν έναν οξύθυμο φωνακλά διανομέα ψωμιού. «Αρχές Δεκεμβρίου πρωτοήρθα», μας λέει ο Παντελής Ρ. «Είμαι καρδιοπαθής, ζω με τη γυναίκα μου σε μια αποθήκη εδώ πιο πέρα. Δεν έχω πια εισοδήματα. Για πάνω από ένα χρόνο. Εχασα λεφτά, είχα μπλέξει με μεσιτικά. Τι να σου πω. Ευτυχώς, έχουμε ένα πιάτο φαΐ εδώ». Από την τσέπη της φόρμας με το λογότυπο των Λος Αντζελες Λέικερς βγάζει μια πάνινη τσάντα και από μέσα δυο-τρεις πλαστικές. «Δεν ζητιανεύω, δεν τα βάζω με την τύχη μου. Είχα εργοστάσιο υφαντουργίας και έκλεισε. Δεν τα κατάφερα μετά. Ευτυχώς δεν έχουμε παιδιά. Μάθαμε πια να ζούμε με τα ελάχιστα».
Παίρνει το λόγο ο Θεόφιλος Ζ. «Εσείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζετε ποιοι χαρακτηρίζονται ως φτωχοί;». «Δεν τα γράφετε ούτε τα δείχνετε στις τηλεοράσεις. Φτωχούς λένε όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Εμείς που δεν έχουμε τίποτε, ξέρεις τι είμαστε φίλε; Τη δύναμη του κράτους τη μετράς από τη φροντίδα και τη μέριμνα που έχει για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Οχι από τις ψευτομαγκιές και τους παλικαρισμούς με τους δανειστές σου. Τι ανάγκη έχουν αυτοί...».
Φεύγοντας από τη Σοφοκλέους των πτωχών έναν κόμπο νιώθεις στο στομάχι σου. Δυσκολεύεσαι να ανηφορίσεις, καθώς τριβελίζει το νου σου η κάθε διαφορετική ιστορία, όντας στα επιμέρους όμοια στην οδύνη της. Ομοια σε αυτό το διαβρωτικό αίσθημα ανυπαρξίας που κατακλύζει κάθε αναξιοπαθούντα συμπολίτη μας. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου