Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ -ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΕΟΡΤΩΝ

Του Νίκου Τσαπάτη:

Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ (δωδεκαήμερο Χριστουγέννων)
(εφίερωμα στον πνευματικό μου και στους ιεραποστόλους του Ζαΐρ της Ταϊβάν της Αγγλίας και της Ρουμανίας)

Ήταν όλοι μαζί,

το βλέμμα της αγάπης Των γέμιζε τα πάντα.

Και είπαν «ποιησωμεν άνθρωπον».

Oι Δύο κοίταξαν τον Λόγο.

-Δεν γίνεται κάπως αλλιώς, με κάποιο άλλο τρόπο;

-Δεν είναι δυνατόν να παρέλθει απ’ εμού το ποτήριο τούτο;

…….

Δική Του η απόφαση, και ξεκίνησε

και φύσηξε και έδωσε την ψυχή σε μένα

…….

Ερχόταν και μιλούσαμε στον Όρθρο και στον Εσπερινό και τον αγαπούσα

Ήταν ο παράδεισος.

Αυτός ήταν ο παράδεισος

Όταν ερχόταν άνοιγαν οι ουρανοί

Όταν ερχόταν άγγελοι ανέβαιναν και κατέβαιναν και έλεγαν δόξα εν υψιστοις Θεω και επί γης ειρήνη

Όταν ερχόταν οι ουρανοί αγάλλονταν και η κτίση ευφραίνονταν

Όταν ερχόταν όλα μύριζαν το άρωμά Tου, το άρωμα της αιωνίου Ζωής

Το απόγευμα του Σαββάτου μαζευόταν όλοι οι άγγελοι , γινόταν απολογισμός, πλησίαζε Κυριακή.

……

Κάποια μέρα είδα ένα σταυρό

Και απόρησα

Και είπα τι έχει τούτο το ξύλο;

Κάτι παράξενο, διπρόσωπο.

Κοίταξα την Εύα και μου σήκωσε τους ώμους

Κάτι παράξενο συμβαίνει με τούτο το ξύλο…

Αυτή ρώτησε τον ψεύτη για να μάθει, πλησίασε το ξύλο, το περιεργάστηκε.

……

μου φάνηκε ωραίο γιατί με ξεκούραζε, μου φάνηκε ότι βρήκα ένα άλλο δρόμο

ένα δρόμο εύκολο, μία κατηφόρα όλο χαμόγελο και γέλιο.

Τον προτίμησα .

Και τότε είδα την δύναμη του ξύλου να με τραβάει και να μου μεταδίδει θάνατο. Είδα μία δύναμη σκότους.

Μετάλαβα την καταστροφή. Απόκτησε αυτή δικαιώματα μέσα μου, δικαιώματα που αντιστρατεύονται τον κόπο του Σταυρού.

Με μία φράση: “αυτή που Εσύ μου έδωσες είναι η αιτία “ , κρέμασα την Αγάπη μου εκεί πάνω, κρέμασα και την Εύα εκεί και έμεινα μόνος.

Εκεί μόνος στο σκοτάδι με τα φαντάσματα, που έκλεισαν οι ουρανοί, και σταμάτησαν οι άγγελοι, πολύ μοναξιά.

Εκείνο τον εσπερινό του Σαββάτου κρύφτηκα όταν άκουσα τα βήματά Του.

Εκείνο το Σάββατο το θυμάμαι, οι άγγελοι έκλαιγαν…

Κοίταζα την Εύα, κοίταζα τα αμέτρητα παιδιά μου

και κλαίγαμε όλοι μαζί

και κλαίμε όλοι μαζί.

Χάσαμε Τον Έρωτα, την ωραιότητα του προσώπου Του, την γλυκύτητα της φωνής Του. Μικρές οι παρηγοριές γύρο μας. Ίσα-ίσα να περνάμε την ημέρα με ξυλοκέρατα.

Περίμενα όμως, περίμενα στο σκοτάδι.

Ήταν καλός, είχε υποσχεθεί στην Ευα ότι θα ξανάλθει.

Ήταν καλός, υποσχέθηκε σε αυτήν που εγώ κατηγορούσα.

Ήταν καλός μαζί της, γιατί εγω την ανέβασα στον Σταυρό.

…..

Σκοτάδι. Μέσα στο αφιλόξενο κρύο είδα ένα άστρο, μία φάτνη…

Άκουσα κάτι «…Ράον σιωπήν τω ποθω δε Παρθένε, υμνους υφαινειν, συντονως τεθηγμένους Εργώδες εστίν, αλλα και Μητηρ σθένος, οση πέφηκεν η προαίρεσις δίδου.»

Φώτισε… τα μαντεία πανικοβλήθηκαν, οι χάρτινοι βασιλείς ταράχτηκαν.

Ήρθε αθόρυβα και πέρασε στην Εύα,

Δεν φόβισαν τα βήματα Του, αυτή τον περίμενε … και χάρηκε,

εκπλήρωσε την υπόσχεσή Του.

Η πρωταίτιος της κακίας, πρωταίτιος της σωτηρίας.

Γίναμε ισότιμοι, εγώ γέννησα αυτήν μόνος, αυτή γέννησε Αυτόν μόνη!

Είχε κλάψει πολύ, είχε μετανοήσει, και τον ανάγκασε να κατέβει, να έλθει.

Ναι ναι.. ξανάνοιξαν οι ουρανοί και Τον είδα.

Ηταν ο παράδεισος.

Αυτός ήταν ο παράδεισος

ερχόταν και άνοιγαν οι ουρανοί

ερχόταν και άγγελοι ανέβαιναν και κατέβαιναν και έλεγαν δόξα εν υψίστοις Θεω και επί γης ειρήνη

ερχόταν και οι ουρανοί αγαλονταν και η κτίση ευφραίνονταν

ερχόταν και όλα μύριζαν το άρωμά Tου, το άρωμα της αιωνίου Ζωής

Το απόγευμα του Σαββάτου μαζεύτηκαν όλοι οι άγγελοι, γινόταν ο απολογισμός, πλησίαζε Κυριακή,

Από εκείνο το Σάββατο όλα άλλαξαν.

….

Και τότε άρχισε να μας δείχνει τα μυστήρια

Και μου λέει, πάρε νερό και βάπτιζε

Μα του λεω; Εγώ εσένα;

Με κοιτάει παράξενα, με κείνο το βλέμμα που κοιτάζει πάντα

με το βλέμμα που είχε όταν μου έδινε τη ζωή, το βλέμμα του παιδιού που δεν μπορείς να του πεις όχι.

Λέει :

-Κοίτα, Εγώ είμαι ένας επισκέπτης, δικός σου είναι ο κόσμος, στον παραδίδω και πάλι, συ θα με φέρνεις να τον αγιάζω, να τον συντηρώ.

Σου τον παραδίδω όπως πρώτα άγιο και χαρούμενο.

Σου τον παραδίδω ολόκληρο μέσα σε τούτο το άγιο Ποτήριο.

Φύλαξε τον, μη σταυρώνεις άλλους με την αναισθησία σου.

Είδες τον τρόπο: Στο ξύλο της Ζωής δεν ανεβάζεις άλλους, ανεβαίνεις εσύ.

Ανέβασες εμένα, το ‘κανα πρόθυμα, σε έβλεπα να χάνεσαι στην δίνη του σκότους, της απάτης της δόξας των ανθρώπων, της απάτης των ηδονών, της απάτης του χρήματος.

-Γλυκιά μου ψυχή μη μακρύνεις απ Εμού και Εγώ όλα σου τα δίνω.

Γλυκιά μου ψυχή μην εκπορνεύεις απ’ Εμού, δεν σε αναγνωρίζει η κτίση σαν βασιλέα αλλά σαν δούλο. Πάρε τον δρόμο του Σταυρού: Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτή. Είδες, Εγώ η πηγή της Ζωής, η πηγή της βασιλείας, ήλθα να υπηρετήσω όχι να υπηρετηθώ.

Ζήτησε πρώτα Εμένα, όλα θα σου προστεθούν, η δόξα, η ηδονή, ο πλούτος.

Όχι δούλος, αλλ’ αφέντης των.

Όταν ξεκίνησα να σας χτίζω σκεπτόμουν πώς να σχεδιάσω τον πίνακα,

Και πήρα την απόφαση και έκανα αντίγραφα, σε έκανα πριγκίπισσα καλή μου Εύα, είστε πολύ όμορφοι. Είστε το δικό μου σπίτι, που μόνο με μένα γεμίζει, μην κλείνετε την πόρτα που χτυπάω για να μπω, διόχτε τον ψεύτη από κει.

Σπάσε τα δεσμά, τόλμησε να πάρεις την εξουσία.

Ο Παράδεισος σου ανήκει.

Άνοιξαν οι ουρανοί

Άγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και λένε δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη

Όταν έρχεται, οι ουρανοί αγάλλονται, η κτίση ευφραίνεται

Όταν έρχεται, όλα μυρίζουν το άρωμά Tου, το άρωμα της αιωνίου Ζωής

Το απόγευμα του Σαββάτου μαζευόταν όλοι οι άγγελοι, γινόταν απολογισμός

Διότι την επομένη Αυτός θα έλθει , είναι Κυριακή.

Τώρα έμαθα πώς να κατεβάζω τους ουρανούς, πώς να μιλώ μαζί Του, να τον εγγίζω, να τον φιλώ, να τον τρώγω.

Ήταν εκείνο το παράξενο ξύλο του παραδείσου.

Μου τόπε το ματωμένο σώμα Του.

-Όχι τους άλλους στο Σταυρό, ανεβαίνεις εσύ από αγάπη γιαυτούς.

Ο απολογισμός, στον εσπερινό του Σαββάτου, δεν ήταν πλέον μελαγχολικός, ούτε είχα ανάγκη τα ξυλοκέρατα από το μπαράκι του σαββατόβραδου, να περάσω την κραυγαλέα σιωπή του κενού της απουσίας Του.

Ξημερώνει Κυριακή και ο γάμος αρχίζει.

Όλες οι μέρες σαββατοκύριακο.

Τα αστέρια έπεσαν, ο χρόνος έσβησε, μπήκαμε σε άλλη διάσταση, αλλά και πάλι το Ξύλο στο μέσον της Βασιλείας . Ξανακοίταξα την Εύα, μα το παράξενο ξύλο πάλι εδώ; Τώρα δεν μου σήκωσε τους ώμους από απορία, αλλά χαμογέλασε. Ήξερε πλέον, το Σημείο, το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού. Οι καλοί ανεβήκαμε επάνω του οι απόντες ανέβασαν τους άλλους, ήταν απλά τα πράγματα μόνο που δεν τόχα καταλάβει τότε στην αρχή.

Πόσο άδικος ήμουν, ανέβασα και Σένα και την Εύα επάνω του.

Δόξα τω Θεώ, δεν πρόκειται να ξαναγίνει.

( Νίκος Τσαπάτης : Χριστούγεννα με τους πατέρες στην Ιερά Μονή Γρηγορίου 8-1-2003)