Θύελλες ορμονών στη Wall Street
Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ (Ελευθεροτυπία 14.8.11)
Αν σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας η κοινωνική επιτυχία και η προσωπική ευτυχία ταυτίζονται άκριτα με την κατοχή και τη διαχείριση χρήματος, σε περιόδους βαθιάς οικονομικής κρίσης αυτές οι βολικές κοινωνικές «αξίες» ανατρέπονται και αισθανόμαστε πολύ πιο επιτακτική την ανάγκη να διαφωτίσουμε τις ψυχοσωματικές συνέπειες που έχει η απώλεια χρήματος.
Συνεπώς, πέρα από τις όποιες έγκυρες οικονομικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις, θα έπρεπε ίσως να διερευνηθούν και οι λιγότερο προφανείς νευροβιολογικές προϋποθέσεις και οι ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες που σχετίζονται με την τυφλή και ανάλγητη εφαρμογή της αρχής τού «κέρδους για το κέρδος». Της κυρίαρχης κοινωνικής επιταγής που, μολονότι αποδεδειγμένα ανορθολογική και καταστροφική, εξακολουθεί να επιτάσσει την άπληστη όσο και ατελέσφορη συσσώρευση χρήματος.
Και όπως θα δούμε, τα χρηματιστήρια, οι σύγχρονοι «ναοί» του χρήματος, αποτελούν το ιδανικό πεδίο έρευνας για τέτοιες «νευρο-οικονομικές» αναλύσεις, ενώ οι χρηματιστές που εργάζονται σε αυτά αποδείχτηκαν τα καλύτερα πειραματόζωα.
Βιοψυχολογία της απληστίας
Σε περιόδους κρίσης των αγορών, όταν οι χρηματιστηριακοί δείκτες καταρρέουν και οι απελπισμένοι επενδυτές πηδάνε απ' τα παράθυρα, οι πιο έμπειροι και επιτήδειοι χρηματιστές, διαβλέποντας το πρόσκαιρο της οικονομικής ύφεσης, στοιχηματίζουν στην κατάρρευση κάποιων τίτλων.
Οσο για την πλειονότητα των ανυποψίαστων και πανικόβλητων επενδυτών, αυτοί αντιδρούν ακριβώς όπως οι πίθηκοι σε ένα περίφημο πείραμα που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ. Οταν υποχρεώθηκαν να ανταλλάξουν με μπανάνες τα αλουμινένια ψευτονομίσματα που τους είχαν χαρίσει οι ερευνητές, τα συμπαθητικά πρωτεύοντα επέδειξαν μια τυπικά ανθρώπινη ενόχληση και δυσαρέσκεια για την απώλεια των «πολύτιμων» νομισμάτων τους.
Διάφορες μελέτες είχαν ήδη αποκαλύψει ότι, για το μέσο άνθρωπο, η έντονη δυσαρέσκεια για την απώλεια π.χ. 100 ευρώ αντισταθμίζεται μόνο από το κέρδος τουλάχιστον 250 ευρώ. Τώρα όμως διαπίστωσαν απρόσμενα ότι αυτή η σταθερή αναλογία 2,5 (καθαρό κέρδος) προς 1 (καθαρή απώλεια) ισχύει επίσης και για τους πιθήκους.
Γεγονός που υποδεικνύει σαφώς ότι αυτή η άπληστη κτητική προδιάθεση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς κοινωνικούς ή οικονομικούς παράγοντες, αλλά έχει βαθύτατες νευροβιολογικές ρίζες που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική μας προϊστορία.
Αν όμως πρόκειται για μια κοινή με τα άλλα πρωτεύοντα συμπεριφορά των ανθρώπων, τότε διαψεύδεται (και επιστημονικά) ένα από τα θεμελιώδη ιδεολογήματα της νεοτερικής οικονομικής σκέψης και του νεοφιλελευθερισμού. Αναφερόμαστε στον εξωραϊστικό μύθο του αμιγώς ορθολογικού «οικονομικού ανθρώπου», του περιβόητου Homo oeconomicus, ο οποίος υποτίθεται ότι, ύστερα από ψυχρή και χωρίς συναισθήματα ανάλυση της κατάστασης, δρα πάντοτε επιλέγοντας τη βέλτιστη λύση. Με άλλα λόγια, οι επιλογές του, μολονότι εξυπηρετούν το ιδιωτικό του συμφέρον, αποδεικνύονται τελικά ορθολογικές.
Το ότι πρόκειται για ένα αυθαίρετο κοινωνικό ιδεολόγημα επιβεβαιώνεται εμπειρικά από την εμφανή ανορθολογικότητα της χρηματιστηριακής δυναμικής. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η βεβαιότητα ότι πρόκειται για ένα καθησυχαστικό ιδεολόγημα ενισχύεται και από μια σειρά επιστημονικών ερευνών, που εστιάζουν όχι τόσο στα συγκυριακά κέρδη ή τις απώλειες αλλά στα σταθερά πρότυπα συμπεριφοράς ενός αρκετά μεγάλου δείγματος επενδυτών που «παίζουν» συστηματικά στο χρηματιστήριο.
Μελετώντας, λοιπόν, όχι τις αυξομειώσεις των χρηματιστηριακών δεικτών αλλά τις αντιδράσεις των επενδυτών, διαπιστώθηκε ότι οι μετοχές που ανταλλάσσει ένας επενδυτής στη διάρκεια ενός έτους αντιστοιχούν μόνο στο 3,5% του συνόλου των μετοχών που κατέχει. Τις υπόλοιπες τις κρατά επ' αόριστον στο συρτάρι του ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανεβεί η τιμή τους.
Πρώτα λοιπόν πουλά τις μετοχές που η αξία τους υπερβαίνει την τιμή αγοράς τους, ενώ όσες του φαίνονται, πρόσκαιρα, υποτιμημένες θέτουν σε κίνηση τους υποσυνείδητους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς δυσαρέσκειας και αποστροφής για κάθε απώλεια. Αυτή η αναβλητικότητα όμως επιδεινώνει την κατάσταση: λόγω της ενεργοποίησης των μηχανισμών της δυσαρέσκειας, ο αναποφάσιστος επενδυτής χάνει πολύτιμο χρόνο και αναγκάζεται τελικά να πουλήσει τις μετοχές του σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές.
Χρηματιστηριακό ντόπινγκ
Πώς όμως υπεισέρχονται και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν αυτοί οι υποσυνείδητοι νευροψυχολογικοί μηχανισμοί τις φαινομενικά «ορθολογικές» επιλογές όσων αποφασίζουν για το μέλλον και τις προοπτικές των μετοχών μας;
Η υπερβολική εμπιστοσύνη ή η δυσπιστία απέναντι σε κάποιες αδιαφανείς πηγές πληροφοριών· η τυπικά αγελαία συμπεριφορά και οι μαζικές αντιδράσεις υπό το καθεστώς μεγάλης ψυχολογικής πίεσης· όλα αυτά σε συνδυασμό με την εγγενή απληστία ή την αποστροφή για τις απώλειες, είναι ορισμένα ανεξάλειπτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που καθιστούν το χρηματιστηριακό «παιχνίδι» όχι απλώς ανορθολογικό αλλά ουσιαστικά αυθαίρετο.
Αν αυτό το δυσοίωνο για το οικονομικό μας μέλλον συμπέρασμα σας φαίνεται υπερβολικό, αναλογιστείτε τι σημαίνει ότι επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των γενικών χρηματιστηριακών δεικτών αλλά και από αρκετές έρευνες σχετικά με το βιοχημικό και το συμπεριφοριστικό προφίλ των περισσότερων χρηματιστών.
Για παράδειγμα, πάταγο δημιούργησε η αποκάλυψη ότι υπάρχει μια στενότατη σχέση ανάμεσα στα κέρδη που καθημερινά επιτυγχάνει ένας χρηματιστής και στα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης που καταγράφονται στον εγκέφαλό του! Την πρωτοποριακή αυτή ανακάλυψη πραγματοποίησαν το 2008 στη Βρετανία οι John Μ. Coates και Joseph Herbert, δύο διάσημοι νευρο-οικονομολόγοι που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
Οι ερευνητές αυτοί μετέφεραν τα εργαλεία της δουλειάς στο λονδρέζικο City, δηλαδή σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνή χρηματιστήρια. Εκεί υπέβαλαν, επί οκτώ συνεχείς ημέρες, αρκετούς εθελοντές χρηματιστές σε βιοχημικό έλεγχο. Καθημερινά, αμέσως πριν και αμέσως μετά την ώρα των μεγαλύτερων σε όγκο χρηματιστηριακών συναλλαγών, έπαιρναν δείγματα σάλιου από τους ανυποψίαστους traders. Η βιοχημική ανάλυση των δειγμάτων σάλιου έδειξε ότι οι χρηματιστές που πετύχαιναν τα μεγαλύτερα κέρδη παρουσίαζαν πάντα πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση τεστοστερόνης.
Σύμφωνα με την εξήγηση των Coates και Herbert, οι υψηλές συγκεντρώσεις αυτής της ορμόνης στον εγκέφαλο δημιουργούν έντονα αισθήματα αυτοπεποίθησης και προδιάθεση για ρίσκο. Δύο «αρετές» απαραίτητες στη χρηματιστηριακή μάχη, αφού, όποτε υπάρχουν, ενισχύουν σημαντικά την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα των αντιδράσεων των χρηματιστών. Εκτοτε επικράτησε η εσφαλμένη τάση να θεωρείται η υπερπαραγωγή τεστοστερόνης ως ο μοναδικός ή έστω ο πρωταρχικός παράγοντας επιτυχίας.
Οι χρηματιστές έχουν ψυχή;
Οπως όμως συμβαίνει με όλα τα πολύπλοκα συστήματα -και ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ο ορισμός του πολύπλοκου συστήματος- καμία ορμόνη δεν δρα στο κενό και με τρόπο απολύτως προβλέψιμο και γραμμικό.
Οταν τα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης ανεβαίνουν υπερβολικά, δημιουργούν ένα μεθυστικό αίσθημα παντοδυναμίας που οδηγεί, κατά κανόνα, σε απερίσκεπτες και εντελώς παρορμητικές επιλογές, οι οποίες δυστυχώς αψηφούν τους κινδύνους.
Και όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο άρθρο, πολλές χρηματιστηριακές καταστροφές πυροδοτούνται τελικά από το εκρηκτικό κοκτέιλ ορμονών που παράγεται στον εγκέφαλο των χρηματιστών, όταν αυτός πασχίζει να εξυπηρετήσει τις απάνθρωπες ανάγκες του εξαϋλωμένου χρήματος.
Τελικά, αυτοί που αποφασίζουν για την οικονομική μας κατάσταση και με τις αποφάσεις τους επηρεάζουν τη ζωή μας, δεν λειτουργούν (δυστυχώς;) ως ψυχρές υπολογιστικές μηχανές αλλά ως ανθρώπινα όντα, με ό,τι θετικό ή αρνητικό αυτό συνεπάγεται.
Αρχίζουμε επομένως να συνειδητοποιούμε γιατί δεν μπορούμε -και ούτε θα έπρεπε- να αφήσουμε αποκλειστικά στους οικονομολόγους και στους χρηματιστές το πρόβλημα της διαχείρισης της εκάστοτε οικονομικής κρίσης. Μήπως αυτοί με τα επισφαλή παιχνίδια τους στην παγκόσμια αγορά χρήματος δεν συνέβαλαν στην ανάδυση της τρέχουσας όσο και των προηγούμενων χρηματοπιστωτικών κρίσεων;