Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο Μ Ι Λ Ι Α ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ ΕΝ ΤΩ ΠΑΝΣΕΠΤΩ ΙΕΡῼ ΝΑΩ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ

Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ.  Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ ΕΝ ΤΩ ΠΑΝΣΕΠΤΩ  ΙΕΡῼ  ΝΑΩ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ
( 3-16 Οκτωβρίου 2013)
Ιερώτατοι και θειώτατοι άγιοι αδελφοί,
Οσιολογιώτατοι Πρωτεπιστάτα και Καθηγούμενοι των είκοσιν Ιερών Μονών του Αγίου Όρους,
Εξοχώτατε κύριε Διοικητά,
Πάντες οι λοιποί συμπροσευχόμενοι Οσιώτατοι Μοναχοί και απαξάπαντες οι εγκαταβιούντες και την σωτηρίαν διώκοντες εν τη ιερά ταύτη κληρουχία της Κυρίας Θεοτόκου πατέρες, αδελφοί και τέκνα ημέτερα κατά πνεύμα,
Ευλαβείς εκ του κόσμου προσκυνηταί,
«Τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», αντιφωνεί ο ιερός υμνωδός των αναβαθμών του ήχου πλαγίου του πρώτου. Αντιφωνεί και αναφωνεί εκ βάθους καρδίας όπως και ο καθείς σας κατά την ώραν της προσευχής και της «ενώπιος ενωπίω» αυτοκριτικής έμπροσθεν του αδεκάστου κριτηρίου της συνειδήσεως.
Ευχαριστίαν, λοιπόν, ολόθυμον και ημείς οι εν τω κόσμω, αλλ  οὐκ εκ του κόσμου τούτου αναπέμπομεν τω εν Τριάδι προσκυνουμένω Θεώ ημών διότι, ταις πρεσβείαις της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, της Περιβολαρίσσης του  ηγιασμένου τούτου Τόπου, του υψιβάμονος και μοναχοτρόφου Άθω, και αύθις ηξίωσε την ημετέραν Μετριότητα, τον Επίσκοπόν σας, αφέντα επ  ὀλίγον το εν Φαναρίω άροτρον και την εκείσε μικράν «αροτριάν», να έλθη προς υμάς τους «ερημικούς», τους «θεϊκώ έρωτι πτερουμένους» συνεχώς, δια να προσκυνήσωμεν τα ενταύθα ιερά σεβάσματα της Ορθοδόξου πίστεώς μας και να επανίδωμεν τα πρόσωπά σας, τα ιλαρά εκ της σκληρότητος της αδιαλείπτου προσευχής και του καθημερινού αγώνος κατά των παθών.
Πολλάκις επιποθεί ο άνθρωπος την μοναχικήν και δη και ερημικήν ζωήν η οποία ανακουφίζει την καρδίαν. Την μακαρίζει ο κοινός θνητός την ζωήν αυτήν, ιδία όταν τα κύματα των καθηκόντων και των μεριμνών αποσπούν το πνεύμα από του «Ενός ου εστι χρεία», του θεϊκού δηλαδή έρωτος. Ουδαμόθεν βλέποντες  και ημείς προσωπικώς ερχομένην την στοιχειώδη ανθρωπίνην βοήθειαν, προσευχητικώς επικοινωνούμεν προς το Όρος τούτο του Κυρίου εξαιτούμενοι, βοαίς αλαλήτοις και στεναγμοίς αρρήτοις, την αρωγήν και συμπαράστασιν των ικεσιών της πληθύος των πάλαι τε και νυν αγιορειτών πατέρων!
Γνωστόν τυγχάνει υμίν, αδελφοί, ότι «το απερίσπαστον αφροντιστότερον, και το αφρόντιστον αταραχώτερον», αγαθά, των οποίων στερούμεθα ημείς οι εν τω κόσμω την καλήν στρατείαν πορευόμενοι.
Παρ  ὅλας όμως τας πολλάς μερίμνας και υποχρεώσεις, τας οποίας απαιτεί η Αροτριά εν Φαναρίω, ένθα το Κέντρον της Ορθοδοξίας, όπου φυλάσσονται αι Πλάκες της Διαθήκης, η Ράβδος Ααρών η Βλαστήσασα, η Σκηνή του Μαρτυρίου, η Κιβωτός του Νώε, δεν ήτο δυνατόν να παραλείψωμεν να έλθωμεν προς υμάς, εν αγάπη και πόθω, ίνα συμπροσευχηθώμεν μετά πάντων υμών, Κλήρος και Κληρουχία, επί τη ευλογημένη εκατοστή επετείω από της «παρελεύσεως της ζοφώδους και ασελήνου νυκτός» εν τη ζωή και τη μαρτυρία του Αγίου Όρους, όπου Κυρία και Έφορος και Φυλάκισσα είναι η Κυρία Θεοτόκος «εν ημέραις σκότους και σκιας θανάτου» κατ  ἄνθρωπον αλλά και εν ημέραις «ευφροσύνης και αγαλλιάσεως», ως η εορταζομένη εκατοστή επέτειος από του «Όρθρου» εκείνου της 3ης Οκτωβρίου 1913, του καταστάντος φαεσφόρου «Αναστάσεως Ημέρας», δια της ενσωματώσεως αυτού αναποσπάστως εις την Ορθόδοξον Ελληνικήν Επικράτειαν και Πατρίδα, «καίτοι το πολίτευμα ημών πάντων εν ουρανοίς υπάρχει».
Αναδιφώντες εις τα πρακτικά των συζητήσεων των Αγιορειτών Πατέρων της εποχής εκείνης περί του πολιτικού μέλλοντος του Αγίου Όρους, συγκινούμεθα από τον παλμόν της ψυχής και την πνευματικήν ανάτασιν των θεϊκώ έρωτι αληθώς πτερουμένων απλοϊκών εκείνων μοναχών, οι οποίοι, δια του Ψηφίσματός των, διετράνωσαν την επιθυμίαν των όπως ο τόπος ούτος του Αγίου Όρους διατηρηθή ηνωμένος μετά του Ορθοδόξου Ελληνικού Κράτους και μη υπαχθή εις την αρμοδιότητα άλλων πολιτικών σχηματισμών, ως επεδίωκον οι τότε «ισχυροί της γης».
Διέβλεπον ότι η πολιτειακή υπαγωγή του Αγίου Όρους εις νεοφανείς πολιτικούς σχηματισμούς θα ενείχε κινδύνους συνεχών πολιτικών αμφισβητήσεων, αι οποίαι θα διετάρασσον  την ειρήνην και θα προεκάλουν διχοστασίας μεταξύ των μοναχών. Την θέσιν αυτών ταύτην επηυλόγησεν η Γερόντισσα του Τόπου τούτου Κυρία Θεοτόκος, ενώπιον και υπό την Χάριν και Σκέπην της αγίας Εικόνος Της, της και σήμερον προσκυνουμένης υπό πάντων ημών, της θαυματουργού, λέγομεν, Ιεράς Εικόνος του «Άξιόν εστιν», υφ  ἣν και ελήφθησαν αι ιεραί και ιστορικαί εκείναι αποφάσεις. Και ούτω, το Άγιον Όρος ενεσωματώθη οριστικώς εις το Ορθόδοξον Ελληνικόν Κράτος, διατηρήσαν όμως εν ταυτώ την αυτονομίαν του, το πανάρχαιον πνευματικόν και κανονικόν καθεστώς αυτού και πολλά αναφαίρετα προνόμια, των οποίων, μετά λύπης και αγωνίας παρακολουθούμεν ότι επιδιώκεται σήμερον η αφαίρεσις και η κατάργησις.
Κατ  αὐτὸν τον τρόπον το Άγιον Όρος, παρά τας εναλλαγάς των ανθρωπείων, απήλαυσεν επί εκατόν έτη,  απολαμβάνει και θα συνεχίση να απολαμβάνη την πορείαν εσωτερικής ειρήνης και απερισπάστου πνευματικής καλλιεργείας, μη ασχολούμενον μετά του κόσμου και των του κόσμου, με την λεγομένην «οικονομικήν» η «επενδυτικήν» η «άλλην» ασφάλειαν, καθότι ασφάλεια και πύργος ισχύος του τόπου τούτου είναι η Κυρία Θεοτόκος, η ακοίμητος εν πρεσβείαις και η αμετάθετος ελπίς εν προστασίαις, «η πυλωρός και σκέπη και προστάτις» αυτού.
Εάν το Αγιώνυμον Όρος είχεν υπαχθή εις άλλο νεοφανές τι πολιτειακόν καθεστώς, αι συζητήσεις δια το κατάλληλον η μη αυτού και δια τας προτάσεις της αλλαγής αυτού, θα ήσαν πολλαί και θα απέσπων τους μοναχούς από τα κύρια αυτών έργα: την άσκησιν, την προσευχήν, το κομβοσχοίνι, την πτέρωσιν προς τον θείον έρωτα. Θα ωδήγουν ενίους εξ αυτών τουλάχιστον εις τον «έρωτα του κόσμου τούτου».
Τούτο σημαίνει, αδελφοί και Πατέρες, ότι η οποτεδήποτε τυχόν,  υπό  ανιδέων και «χαλάσματα» μόνον και σκοπιμότητας  υπηρετούντων κατά καιρούς διαθρυλουμένη ανακίνησις ζητήματος περί αλλαγής του πολιτειακού καθεστώτος του Αγίου Όρους, η τροποποιήσεως των «κεκτημένων» και καταστατικώς ισχυόντων, κοσμική ούσα κατά την φύσιν αυτής, είναι πάντοτε ανεπίκαιρος και επιβλαβής, διότι όχι μόνον αποσπά από τον «θείον έρωτα» και την προσπάθειαν επιτεύξεως της σωτηρίας, αλλά εισάγει εις τον άγιον τούτον τόπον της πνευματικής ασκήσεως ματαιοσχόλους διενέξεις και ανακίνησιν εθνοφυλετικών διαφωνιών, πόρρω απεχουσών του σκοπού της μοναχικής βιοτής.
Εκατόν έτη ελευθέρου βίου του Αγίου Όρους, υπό την κατά το ανθρώπινον προστασίαν του Ορθοδόξου Ελληνικού Κράτους, πλειάδα επιδείξαντα αγίων και οσίων, αποτελούν επαρκή μαρτυρίαν δια το κατάλληλον από τε κοσμικής και από ευρυτέρας απόψεως της επιλεγείσης υπό των Πατέρων και εφαρμοσθείσης λύσεως. Δια τούτο και έχομεν σήμερον την χαράν «μόνοι προς μόνους» υπό το άγρυπνον Όμμα «του Μόνου» παντεπόπτου, ίνα κατά τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον, είπωμεν, να προσευχώμεθα εν ειρήνη, να εορτάζωμεν ευφροσύνως και πανηγυρικώς και ευγνωμόνως την εκατοστήν επέτειον της εφαρμογής εκείνης της λύσεως, διακηρύσσοντες, εμπραγμάτως και αλληγορικώς, και ημείς σήμερον, όπως και οι Αγιορείται του 1913, ότι αληθώς «αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή», ότι «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός», ότι ημέρα αναστάσεώς εστι, καθ  ἣν μεμνημένοι «πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας», ιδού «τα Αυτού εκ των ιδίων Αυτού» προσφέρομεν τω Κυρίω.
Τελούμεν δε καθηκόντως και μετά θερμών δεήσεων οφειλετικόν ιερόν μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των οσίων προπατόρων ημών, οι οποίοι μετά σθένους και ζήλου και αγάπης πολλής προς τον άγιον τούτον Τοπον ηγωνίσθησαν δια να ισχύση επ  αὐτοῦ το έκτοτε αποφασισθέν καθεστώς, το οποίον συνετέλεσεν εις την απρόσκοπτον πρόοδον αυτού.
Δοξολογούμεν, όθεν, τον Θεόν και κατά την εύσημον ταύτην ημέραν από του Ιερού Ναού του Πρωτάτου, έχοντες λιτανευούσας τω πνεύματι απάσας τας του παρελθόντος τούτου αιώνος Αγιορειτικάς μορφάς, ίνα μη είπωμεν και πάσας τας της διελθούσης χιλιετίας, τας αοράτως συνούσας ημίν, ενώπιον της θαυματουργού και περιπύστου Ιεράς Εικόνος του «Άξιόν εστιν», ενώπιον της οποίας προσηυχήθη και ο μακαριστός προκάτοχος ημών εν Πατριάρχαις Δημήτριος και εθαυματούργησεν η Ιερά Εικών ως αληθώς, και ανήγειρεν εκείνη τον Πατριαρχικόν Οίκον της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων.
Συγχρόνως τιμώμεν, θεία βουλή, σήμερον, 3ην Οκτωβρίου κατά το ιουλιανόν ημερολόγιον, και την μνήμην του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του θεολογικωτάτου τούτου υψιπέτου. Η θεολογία του αποτελεί ασφαλώς εντρύφημα βαθυνουστέρων μελετητών. Η κατά πρεσβείαν και χάριν αυτού ουχί τυχαία ασφαλώς υπογραφή «εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» την ημέραν της μνήμης του, την 3ην Οκτωβρίου 1913, του ιστορικού Ιερού Ψηφίσματος του Αγίου Όρους, δεικνύει περιτράνως, προς τοις άλλοις, και την  θεολογικήν προέκτασιν, σημασίαν και έννοιαν και αξίαν της Πράξεως εκείνης.
Ο Αρεοπαγίτης ζητών μετά του Αποστόλου Παύλου τον «Άγνωστον Θεόν», τον γνωστόν δηλαδή από καταβολής κόσμου, ωμοιώθη εμπόρω, τω τους μαργαρίτας ζητούντι ο πανόλβιος. Και ευρών τον Ένα Μαργαρίτην, τον όντως πολύτιμον, και θαυμάσας τούτου τας θεουργούς φωτοβολίας, ο Ιεράρχης Θεόν ωμολόγησε και εν τέλει προσέφερεν ως λογικόν ολοκαύτωμα εαυτόν δια της μαρτυρικής ξιφοτμήσεως, διδάσκων ημάς την υπέρ πάντα προτίμησιν της αγάπης του Χριστού και την ζωηφόρον υπαγωγήν εις τον χρηστόν και ελαφρόν ζυγόν Αυτού.
Το Άγιον Όρος, την 3ην Οκτωβρίου 1913, «αποκρούσαν εντόνως ως ολεθρίαν δια την περαιτέρω εξέλιξιν του μοναχικού βίου... την ιδέαν της διεθνοποιήσεως, η ουδετεροποιήσεως, η συγκυριαρχίας, η συμπροστασίας, η όπως άλλως ήθελέ τις ονομάσει την τάσιν της πολιτικής εκμεταλλεύσεως του Ιερού Τόπου ημών», έκρινε «το ιερόν έδαφος αυτού αναποσπάστως ηνωμένον μετά του όλου εδάφους» της Ελλάδος, και διεκήρυξεν, άπαξ και δια παντός, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι «πάσα περί Αγίου Όρους διεθνής η άλλου χαρακτήρος πράξις, η απόφασις, αντιβαίνουσα προς τα εν τω παρόντι Ψηφίσματι διατυπούμενα, θέλει συναντήσει... ενασκούμενον το δικαίωμα της υπέρ ιερών και οσίων αμύνης», προσκαλέσαν έκτοτε «πάντας τους γνησίους Αγιορείτας Πατέρας και αδελφούς, τους ζηλωτάς της δόξης των ομολογητών και μαρτύρων του αγίου Τόπου τούτου, να ετοιμασθώσι δια τον αμαράντινον του μαρτυρίου στέφανον» (παρ. Ε  καὶ Θ  Ψηφίσματος).
Αυτό είναι το Άγιον Όρος, το φρόνημα και το ήθος, το φρόνημα των παλαιών, το συνεχιζόμενον ήθος των νεωτέρων. Το Όρος, περί ου «δεδοξασμένα ελαλήθησαν» (πρβλ. Ψαλμ. 86, 3). Ο Άθως, μία λωρίς γης, όπου «όλα είναι εστολισμένα με κατορθώματα αιώνια, πεποικιλμένα με ροάς δακρύων, πεποτισμένα με οσιομαρτυρικά αίματα, πεπλουτισμένα με τίμια λείψανα....». Όπου «όλα απαστράπτουν από τας μαρμαρυγάς του άρματος του θεϊκού, που αναβιβάζει και καταβιβάζει τον Θεόν, ος ευδόκησε κατοικείν εκεί, ευλογών και ετοιμάζων «χιλιάδας ευθηνούντων» (πρβλ. Ψαλμ. 67, 18) μοναχών... δεν ημπορεί να μετρήση κανείς όχι τα κατορθώματα αλλά ούτε και τα ονόματα των Αγιορειτών πατέρων...», (Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Κατηχήσεις και Λόγοι Ι, «Σφραγίς Γνησία», Ορμύλια 1998, σελ. 320), των «μαρτυρησάντων τη αληθεία» και εν αληθεία Αγιορειτών.
«Αυτό το αγνοημένο Άγιον Όρος ανέπνεε –και αναπνέει προσθέτομεν ημείς- ένα μεγαλείο ανερμήνευτο: στις μορφές των ναών, των εικόνων, των ακολουθιών, των αρχαίων μελωδιών, των ζώντων γερόντων, αυτών των απλών και αυθεντικών ανθρώπων που είχαν περάσει στην άλλη πλευρά της εσχατολογικής ελευθερίας. Μέσα στην φτώχεια είχαν αυτάρκεια. Μέσα στην περιφρόνησι, ένα θείο χαμόγελο. Σε αγαπούσαν αυθόρμητα, χωρίς να το περιμένης. Ανέδιδαν ευωδία Αναστάσεως, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Ήταν ριζωμένοι στην παράδοσι του Τόπου. Και είχε ανθίσει στα πρόσωπά τους κάτι από την ευπρέπεια του μέλλοντος αιώνος... τους είχε κτυπήσει ένας θείος έρως και τους κατέστησε εκστατικούς για να αγαπούν την ταπείνωσι, να θέλουν να φύγουν, να χαθούν, να μη υπάρχουν.  Εισέρχονται και εξέρχονται και νομήν ευρίσκουν για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ζουν μόνοι και μαζί με όλους, αφήνοντάς τους ελευθέρους και σώους... η θέα του προσώπου του Θεού είναι η ατελεύτητος πορεία... Άξιον και δίκαιον να υμνήται ο Θεός, επειδή είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος», γι  αὐτὸ είναι ο ων και ο ωσαύτως ων», (Αρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων, Απολυτίκιον, 2011, σς.15-16), όπως και το Όρος τούτο είναι το «ον και το ωσαύτως ον», χθες και σήμερον και εις τον αιώνα.
Αγιορείται αδελφοί και Πατέρες,
Ο τα πάντα καλά λίαν δημιουργήσας Τριαδικός Θεός, προς τοις άλλοις χαρίσμασι, μας εδωροφόρησε και με το υπέρτατον αγαθόν της προσωπικής ελευθερίας, ώστε εκουσίως να γίνωμεν κληρονόμοι της εν Αυτώ αθανασίας.
Εις την πνευματικήν σφαίραν της εκκλησιαστικής μας Παραδόσεως, η ελευθερία νοείται και βιούται ως αποτέλεσμα της εν τω ελευθερωτή Χριστώ χαρισθείσης δυνατότητος να ζώμεν εντεύθεν το κλίμα της εσχατολογικής και παραδεισίου ελευθερίας των τέκνων του Θεού ανεπηρέαστοι από τα πάθη και τους δελεασμούς του πονηρού ως το έζησαν ακόμη και τα αναρίθμητα πλήθη των εν εξωτερική δουλεία και φοβεροίς διωγμοίς διατελεσάντων Αγίων μας.
«Στερεωθέντες τη πίστει ουν στήκετε, τους αυχένας υμών κάτω κάμπτοντες, τη ψυχή δε Χριστόν άνω βλέποντες. Των εν γη παντελώς μη φροντίσητε, καραδοκούντες και σπουδάζοντες μετά το μεταστήναι του βίου τούτου, κατοικήσαι εν ταις των Αγίων μοναίς, ίνα ώσπερ ενταύθα βοάτε κακεί: Αλληλούϊα», προτρεπόμεθα υμάς μετά του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού.
«Τέκνα, αδελφοί και πατέρες, ακούσατε μου της ακροτάτης φωνής. Την ειρήνην εν εαυτοίς φυλάξατε. Ευπείθειαν και ταπείνωσιν και μέχρι θανάτου υπακοήν... ανασώσατε... Το αγγελικόν υμών επάγγελμα αδιάψευστον τηρήσατε. Τον κόσμον μισήσαντες, μη επιστραφήτε προς τα του κόσμου έργα. Λυθέντες των δεσμών της προσπαθείας, μη ενδεθήτε αύθις προς σαρκικάς σχέσεις. Απαρνησάμενοι πάντα τα τερπνά και επίκηρα του παρόντος βίου, μη δι  ὀλιγωρίαν αποπηδήσητε της αθλητικής υμών υποταγής γενόμενοι επίχαρμα δαιμόνων. Προς τον δρόμον της υποταγής μέχρι τέλους εγκαρτερήσατε ίνα τον της δικαιοσύνης αμαράντινον στέφανον κομίσησθε...», επιλέγομεν εκ της Διαθήκης του κοινού σας πατρός και καθηγητού του Αγιορειτικού μοναχισμού Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Συ δε, Κυρία και Δέσποινά μου, Υπεραγία Θεοτόκε, η ελπίς και προστασία πάντων των χριστιανών και η κατά τρόπον όλως ειδικόν προνοήτρια και φροντίστρια των ενταύθα Αγιορειτών πατέρων, των εν «αγνεία και σεμνή πολιτεία διαγόντων», επάκουσον ημών εκ ψυχής καθικετεύοντας: «Ιδού, Πάναγνε Παντοβασίλισσα, παρατίθημί Σοι ενώπιον του Θεού και των εκλεκτών αγγέλων Αυτού πάσαν την εν Χριστώ αθλούσαν Αθωνικήν Αδελφότητα, όπως αυτήν εισδέξοι, όπως προσλάβοις και οδηγήσοις και διαφυλάξοις, ως άρνας Χριστού, ως μέλη φίλτατα, θάλπουσα και περιέπουσα ένα έκαστον κατά το ίσον της μητρικής Σου αγάπης μέτρον και χαρίσης άπασι την κληρουχίαν της πεποθημένης Βασιλείας του Υιού Σου, δι  ἣν τα πάντα αφήσαντες εξελέξαντο δαβιτικώς παραρριπτείσθαι μάλλον εν τω Ναώ του Θεού η οικείν εν σκηνώμασιν αμαρτωλών», εν τω Ναώ του Θεού ένθα οι χοροί των Αγίων Πάντων ακαταπαύστως δοξάζουν προσκυνούντες τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, την Μίαν Θεότητα.
«Και η χαρά δεν τελειώνει. Το απολυτίκιον της απολύσεως» της ληξάσης εκατονταετίας «είναι η αρχή του Όρθρου της επομένης», όπως γράφει σύγχρονος πνευματικός του Όρους τούτου του Αγίου. Δηλαδή, το «Απολυτίκιον» είναι ο Κύριος Ιησούς, και η ζωή εν Αυτώ, «το πλήρωμα του νόμου και των προφητών», ο «πληρών πάσης χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών». Αμήν.