Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Αρχισαν να ξεβγαίνουν απο την θήκη τα κρυμμένα Αγιορείτικα μαχαίρια.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ  κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ, ΕΚΔ. ΓΡΗΓΟΡΗ, ΑΘΗΝΑ 1979
Σεπτέμβριος 2017
Μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μας, διαβάσαμε τό ὡς ἄνω βιβλίο, ἔχοντας ὑπ’ὄψιν μας καί ἄλλα συγγράμματα τοῦ ἰδίου συγγραφέως. Διαπιστώσαμε πώς τό πνεῦμα καί ἡ κατεύθυνση τῆς θεολογίας του εἶχαν φιλοσοφική, ἀνθρωποκεντρική ὑποδομή. Ἄλλαξε μόνο τό σχῆμα, ὄχι τήν πνευματική του πορεία, δυστυχῶς, ὁ κ. Γιανναρᾶς, παρ’ὅλη τήν εὐγενική του προσπάθεια νά βελτιωθεῖ. Ἐκεῖνο, πού χρειαζόμαστε ὅλοι, εἶναι ἡ ταπείνωση καί τό ἔλεος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

1)        Στήν σελίδα 24, γράφει : «Τί εἶναι τό εἶναι; Τί σημαίνει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος…».
Ἡ ἐρώτηση αὐτή ἀπασχόλησε τούς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἰδίως τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε, μᾶλλον ρωτοῦσε : «Τί ἐστί τό ἐστί»; δηλαδή ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς, τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου; Ἤθελαν νά ἑρμηνεύσουν τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί νά τό προσδιορίσουν λογικά, ἀνθρώπινα, μονοδιάστατα. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι κατέθεσαν ἀπό μία θεωρία ὁ καθένας ἐντελῶς ἰδιωτική, ἀτομική, διάφορη ἀπό τίς θεωρίες τῶν ἄλλων, μάλιστα ἀλληλοσυγκρουόμενες (βλ. Ἠσίοδο, Θαλῆ Μιλήσιο, Πλάτωνα, Ἀναξαγόρα κλπ). Τό ἴδιο κατορθώνει καί ὁ κ. Γιανναρᾶς, βασιζόμενος στήν ἴδια ἐρώτηση τῶν ἀρχαίων καί στήν μέθοδο τοῦ φιλοσοφικοῦ, ἐπαγωγικοῦ συλλογισμοῦ. Ἔχει ὡς ἀφετηρία τόν ἄνθρωπο τῆς μεταπτωτικῆς καταστάσεως καί ἐπάγεται, ἀνάγεται στόν Θεό, περιπλανώμενος, φιλοσοφῶντας.
2)        Πιό κάτω διαβάζουμε στίς σελίδες 25-26 : «Δέν εἶναι ἡ Οὐσία ἤ ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού συνιστᾶ τό Εἶναι, ἀλλά ὁ προσωπικός τρόπος τῆς Ὕπαρξής Του : Ὁ Θεός ὡς Πρόσωπο εἶναι ἡ Ὑπόσταση τοῦ Εἶναι».
Προσδιορίζει, λοιπόν, ὁ κ. Γιανναρᾶς τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τήν οὐσία καί τήν ἐνέργειά Του ὡς τρόπο ὑπάρξεως, ὡς σχέση δηλαδή. Εἰσάγει ἐδῶ τήν θεωρία τῆς σχετικότητος, τῆς ἀμφισβητήσεως δηλαδήπρῶτον, τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, δεύτερον, τῆς διακρίσεως θείας ἀκτίστου οὐσίας καί θείας ἀκτίστου ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, καί τρίτον, τῆς ὑπεροντολογικῆς καταστάσεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐρωτοῦμε : Πρῶτον. Προϋπῆρχε ἀχρόνως καί ἀγαπητικῶς ἡ οὐσία ἤ τό Πρόσωπο; Ποιός γνωρίζει;Δεύτερον. Εἶναι δυνατόν, ἐπιτρεπτόν νά μιλοῦμε καί νά ἐκθέτουμε κάτι, πού δέν ἔχουμε βιωματικά πάθει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι; Καί τρίτον. Ἡ διανοητική προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀρκεῖ, σώζει, πείθει; Ἤ συχνά ὁδηγεῖ στήν πλάνη;
3)        Μετά ἀπό μιά σειρά συλλογισμῶν καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί (Α΄ Ἰω. 4, 16)». (σελ. 27).
Κατάφερε τελικά νά μᾶς πεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι καταληπτός ἀπό τούς ἀνθρώπους τελείως. Κι ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο μυαλό ἀκόμη καί τί εἶναι ὁ Θεός καταλαβαίνει, τότε τί πιό ἀνώτερο ἀπ’αὐτό ὑπάρχει; Μήπως ἡ ἔννοια ἤ τό εἶναι τοῦ Θεοῦ κατασκευάσθηκε ἀπό τόν ἄνθρωπο ἤ ἀντιστρόφως; Ὁ                              κ. Γιανναρᾶς δέν μᾶς τό διευκρινίζει.
Ἐμεῖς πάντως δεχόμαστε, ἀκολουθῶντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, θείων καί ἀκτίστων ἀμφοτέρων. Προσιτές σ’ἐμᾶς εἶναι μόνο οἱ θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τίς ἀντιλαμβανόμαστε ὑπαρξιακά ὡς ἀγάπη. Παραμένει, ὅμως, ἀπρόσιτη, ἀμέθεκτη, ἀκοινώνητη ἡ οὐσία τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά ὁποία ἐκπέμπουν ὁμοῦ, ἀποστέλλουν κατά ἀπόρρητο καί μυστικό τρόπο τίς θεῖες ἐνέργειες στήν δημιουργία, στήν κτίση.
Ἑπομένως, ὁ Θεός εἶναι μέν ἀγάπη, ἀλλά καί δέν εἶναι ἀγάπη. Δέν εἶναιδέν ζεῖ, ὅπως εἴμαστε, ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς. Ἡ σχέση, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν θείων Προσώπων, ἡ ἀχρονικότητα, ἡ ἀϊδιότητα, ἡ ἀτρεπτικότητα λειτουργοῦν κατά μυστικό, ἄρρητο τρόπο. Ὀ Θεός, λοιπόν, (σελ. 26) εἶναι μία θεία φύση ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι τά τρία αὐτά θεία Πρόσωπα τῆς μιᾶς Θεότητος ὁμότιμα, ὁμόθρονα, ὁμοούσια, ὁμοκυρίαρχα, ὁμοζωοποιοῦντα, συμπροσκυνούμενα καί συνδοξαζόμενα.
 Δυστυχῶς, ἐδῶ ὁ κ. Γιανναρᾶς εἰσάγει τόν Παπισμό μέσα στήν Ἁγία Τριάδα, γιά νά περισώσει, νοητικά ἀγωνιζόμενος, τήν Μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι Παπισμός ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι[1]; Ὑπερτονισμός τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ἀρχῆς καί πηγῆς τῆς Θεότητος ἔναντι τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, τοῦ γεννητοῦ Υἱοῦ καί τοῦ προβαλλομένου ἐκ τοῦ Πατρός δι’Υἱοῦ (= ἐκ τοῦ Υἱοῦ) Ἁγίου Πνεύματος. Τά δύο Πρόσωπα, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μέν Θεοί, ἀλλά πάντοτε κατωτέρας ποιότητος καί δυνάμεως. Ἡ Ὀρθόδοξη Τριαδολογία ἔχει ἤδη ἐκτεθεῖ. Παραμένει τώρα νά δοῦμε τίς συνέπειες τῆς παπικῆς μοναρχίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι. Ἄν, λοιπόν, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἶναι κατώτερο τοῦ Υἱοῦ, ὅπως ὁ Υἱός κατώτερος τοῦ Πατρός, γιατί νά μήν προβάλλει κι αὐτό μιά καινούργια Θεότητα, τέταρτη στή σειρά, κατώτερη βέβαια ἀπό τίς τρεῖς προηγούμενες, καί ἑξῆς; Πρώτη συνέπεια, λοιπόν, εἶναι ἡ κατάργηση τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἡ παραγωγή θεῶν, κατωτέρας ποιότητος βέβαια, συνεχισθεῖ, θά καταλήξουμε στόν μηδενισμό τῶν θεῶν αὐτῶν, ἀλλά καί τῆς κτίσεως. Δεύτερη συνέπεια εἶναι ἡ ἀθεΐα, ὁ ἀναρχισμός καί ὁ μηδενισμός Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
4)        Ἐρωτοῦμε : Πρῶτον. Ποιά ἀπό τίς δύο ἐρωτήσεις εἶναι ὀρθή; Τί εἶναι ὁ Θεός; Ἤ, ποιός εἶναι ὁ Θεός; Δεύτερον. Ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου κατανοήσεως τῆς θεολογίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας; Καί τρίτον. Ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἐρωτήσεις αὐτές ἀπασχόλησαν κυρίως τούς Δυτικούς θεολόγους, κυρίως τόν θεμελιωτή τοῦ Παπισμοῦ Θωμᾶ Ἀκινᾶτη, ὁ ὁποῖος ταύτισε τήν θεία οὐσία μέ τήν θεία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ : «Ἡ οὐσία εἶναι καθαρή ἐνέργεια». Ἡ μονομερής αὐτή ταύτιση ἔχει ὡς συνέπεια, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὁμοούσιο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἐπιστρέφουμε στήν εἰδωλολατρική πολυθεΐα τῆς ἀρχαιότητος. Ἄν πάλι ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσιτος, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Τότε δημιουργεῖται χάσμα ἀδιάβατον (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς) μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, Θεοῦ καί κτίσεως. Ἐπίσης, ἡ ταύτιση αὐτή φανερώνει πώς ὁ Θεός εἶναι ἤ ἀνήμπορος νά συνέχει καί νά προνοεῖ γιά τόν κόσμο ἤ εἶναι ἐγωϊστής, διότι δέν μᾶς ἐπισκέπτεται. Μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἐγκατέλειψε στήν τύχη μας.
Ἡ διανοητική, λοιπόν, προσπάθεια ἑρμηνείας τοῦ Μυστηρίου ὁδήγησε τούς θεολόγους τῆς Δύσεως στήν ἄρνηση τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, στήν πολυθεΐα τῶν εἰδώλων, στόν ἀνθρωπισμό καί στόν μηδενισμό[2]. Τά ἴδια ἔπαθε καί ὁ κ. Γιανναρᾶς.
Προσπαθεῖ ἐναγωνίως νά κατανοήσει, φιλοσοφῶντας λογικά, νοησιαρχικά, τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά τήν διακρίνει ἀπό τίς θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ ὄντως Ὄντος (Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν).
Δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε ἀποσπασματικά τούς νηπτικούς ἡσυχαστές Πατέρες, ἀνάλογα μέ τέν ἐπιχειρηματολογία[3] μας, παρά μόνο ἄν ἐντάξουμε τά κείμενά τους καί τόν ἑαυτό μας μέσα στό ὅλο ἀγωνιστικό, ἀσυμβίβαστο πρός τό κοσμικό φρόνημα, ἀσκητικό - μοναχικό πλέγμα, πού λέγεται ἡσυχασμός, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς μοναδικῆς πολιτείας, πού εἶναι τό φῶς τῆς κοσμικῆς πολιτείας[4].
Ἴσως ὁ κ. Γιανναρᾶς νά ἀναθεώρησε τό κείμενό του, ὅπως καί νά τό ἐμπλούτισε μέ πατερικές καί σύγχρονες παραπομπές. Ὁ τρόπος σκέψεως καί διαλογισμοῦ του παραμένει ἀφόρητα καί προκλητικά δυτικός. Ἐγωϊστικά κλεισμένος μέσα σέ μιά ρητορική δεινότητα καί ἐπιχειρῶντας μιά ἐπικίνδυνη καί πολλές φορές ἄστοχη ταυτολογία, ἰσοπεδώνει τόν Θεό καί τόν κατεβάζει στό νοητικό πεπερασμένο πεδίο τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ…». Ἄν ἐπιθυμεῖ νά ἀποκτήσει ὁ κ. Γιανναρᾶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἄς τήν άναζητήσει στήν πιστή ἐφαρμογή τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Κυρίως συνιστοῦμε τήν ἀνάγνωση καί ἑρμηνεία τῶν Μακαρισμῶν[5], ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης Χρυσόστομος καί Γρηγόριος Παλαμᾶς θεοπνεύστως τούς ἑρμήνευσαν.
Ἡ πράξη ἀνάγει στήν θεωρία. «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις» (ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος). Ἡ παραμέρηση τῆς πράξεως καί ἡ ἱερόσυλη εἰσαγωγή, χωρίς ταπείνωση καί ἀγάπη, στόν χῶρο καί χρόνο, στήν θεωρία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας, μαρτυρεῖ ἀδόκιμο νοῦ, ἀσέβεια πρός τό Ἅγιον Πνεῦμα. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»[6]. Μέ δυό λόγια, ὁ   κ. Γιανναρᾶς ἀρνεῖται τήν ἀπειρόκαλλη ἐλευθερία τόσο τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τοῦ κατ’εἰκόνα Θεοῦ πλασμένου ἀνθρώπου. Θέλει νά θεολογεῖ, φιλοσοφῶντας περί Θεοῦ, χωρίς νοῦς καί καρδιά νἆναι ἑνωμένα ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλοιώτως μέ τήν θεανθρώπινη ὑπαρκτική, μυστηριακή κατά πάντα πραγματικότητα : τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Δέν ἀρκεῖ νά εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού χορηγεῖται κατά τό Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μένει ἀνενέργητη, ὅταν τήν ἐμποδίζουμε νά ἐνεργήσει μέσα μας τά ἔργα ἁγιότητος, πού μόνο Αὐτή γνωρίζει[7].
5) Στή συνέχεια ἀναφέρει : «… ἀγάπης ἐλεύθερης ἀπό κάθε προκαθορισμό» (σελ. 30). «… Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κατ’ἐξοχήν ὁδός γιά τήν γνώση τοῦ προσώπου, ἐπειδή εἶναι κατόρθωμα καθολικῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου» (σελ. 34). «… Γι’αὐτό καί ἡ γνώση τῆς ἑτερότητος τοῦ προσώπου ὁλοκληρώνεται τελικά στήν ἐρωτική αὐθυπέρβαση καί αὐτοπροσφορά καί γι’αὐτό ὁ ἔρως στήν βιβλική γλῶσσα ταυτίζεται μέ τήν γνώση τοῦ προσώπου» (σελ. 34).
Ὁ κ. Γιανναρᾶς μᾶς προσφέρει τώρα τόν καρπό τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναβάσεων. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλεύθερη ἀπό προκαθορισμούς, λέει, ἀλλά δέν διασαφηνίζει ἀκριβῶς καί συγκεκριμμένως τό εἶδος καί τήν ποιότητα τῆς ἀγάπης αὐτῆς. Μετά μᾶς ὁρίζει πώς ἡ ἀγάπη εἶναι μοναδική ὁδός γνώσεως τοῦ προσώπου, ἐπειδή εἶναι κατόρθωμα καθολικῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου[8]. Ποιά ἀγάπη ἐννοεῖ ἐδῶ; Ποιοῦ προσώπου τήν γνώση ἐπιδιώκει; Τί εἴδους γνώση εἶναι αὐτή; Καί ποιοῦ κατόρθωμα εἶναι ἡ ἀγάπη; Τοῦ Θεοῦ μόνο ἤ τοῦ ἀνθρώπου; Μήπως δέν εἶναι κατόρθωμα, ἀλλά ἄνωθεν χάρισμα στούς ἀγωνιζομένους πιστούς, ὅταν τελειώσουν τήν κάθαρση τοῦ ἑαυτοῦ τους ἀπό τά ψεκτά πάθη; Ἤ ἆραγε ἐννοεῖ τόν σαρκικό πεπτωκότα ἔρωτα, πού μόνο ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ, εἴτε διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, εἴτε διά τοῦ Μυστηρίου τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ἐπαναπροσανατολίζεται στή σωστή φορά του, δηλαδή πρός τόν ἐρωμένο Θεό;
Ἀπό τά συμφραζόμενα καί τά ἐπίλοιπα λεγόμενα συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ κ. Γιανναρᾶς ὑποστηρίζει τόν ἔρωτα τῶν ψυχῶν, πού γίνεται διά μέσου τῶν σωμάτων. Τά ἴδια μᾶς ἔχουν πεῖ καί οἱ φιλόσοφοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, Σωκράτης καί Πλάτων.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σαφῶς τάσσονται κατά τοῦ μεταπτωτικοῦ φαινομένου αὐτοῦ, ἄν δέν ἐκκλησιοποιηθεῖ, διότι εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς. «Μετά γάρ τήν παράβασιν τά τῆς συνουσίας γέγονεν˙ ἐπεί μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διῃτῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ, οὔχ ὑπό ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὔχ ὑπό ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὓποκείμενοι, ἀλλά δι’ὅλου ἄφθαρτοι κτισθέντες καί ἀθάνατοι, ὅπου γε οὐδέ τῆς τῶν ἱματίων περιβολῆς ἐδέοντο»[9]. Βέβαια συστήνουν τόν γάμο ὡς φάρμακο πορνείας (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος), ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν»[10].  
  Ἡ Ἀνάσταση, ὅμως, καί ἡ Ἀνάληψη τῆς θεωμένης σαρκός τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν ὅτι «ἐν τῇ οὖν Ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι»[11]. Αὐτό εἶναι καί τό μήνυμα τῆς σιωπῆς τῶν μοναχῶν.
Ἡ γνώση, λοιπόν, τῆς ἑτερότητος τοῦ προσώπου δέν εἶναι κατόρθωμα δικό μας ἤ τοῦ κ. Γιανναρᾶ. Εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δοσμένο στούς ἀξίους νά τό φέρουν, σ’ἐκείνους πού ἔχουν φθάσει στήν ἁγία ἀπάθεια, δηλαδή ἑνώθηκαν τελείως, γιά πάντα μέ τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει : «… ἡρρώστησεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐν Ἀδάμ διά τῆς παρακοῆς τήν φθοράν, εἰσέδυ τε οὕτως αὐτήν τά πάθη»[12]. Διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς Σαρκώσεως, Ἀναστάσεως καί Ἀναλήψεως ξαναδόθηκε στόν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα, ὄχι μόνο νά ζήσει κατά φύσιν, ἀλλά νά ἀνεβῆ στό ὑπέρ φύσιν Μυστήριο τῆς θεώσεως, κατά τό ψαλμικό «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες».
Ἀνακεφαλαιώνοντας ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, τονίζουμε τό γεγονός ὅτι καταφατικές κατηγορίες ἤ ὁρισμοί ἀναφορᾶς τῶν θείων Προσώπων καί τῆς θείας φύσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος (καλός, παντοδύναμος, πολυέλεος κλπ) δέν ἐξαντλοῦν οὔτε περιορίζουν τό Εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι παντελῶς ξένος ὡς δημιουργός, ἄπειρος, ἀπερινόητος, ἀκατάληπτος κλπ (ἀποφατικές κατηγορίες). Οἰκεῖος εἶναι ὡς πρός τίς θεῖες ἄκτιστες ἐνέργειές Του, πού πάλι δέν προσδιορίζονται νοητικά. Τά ὅρια τοῦ Θεοῦ ἀρχίζουν (ἄν ὁ Θεός ἔχει ὅρια) ἐκεῖ, πού τελειώνουν τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός νοεῖται ἀπερινοήτως, θεᾶται ἀθεάτως, ἀγαπᾶται μή ἀγαπητικῶς (δηλ. ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη συγκρινομένη μέ τήν θεϊκή ἀγάπη εἶναι μηδέν), χωρεῖται ἀχωρήτως, κοινωνεῖται ἀκοινωνήτως, ἐκχέεται ἀκενώτως, συνέχει μή συνεχόμενος.
Γιά νά μήν θεωρηθοῦμε φανατικοί ἤ μισάνθρωποι, ἀναφέρουμε ὅτι προσωπικῶς δέν γνωριζόμαστε μέ τόν   κ. Γιανναρᾶ, οὔτε ἐπιτιθέμεθα κατά τοῦ προσώπου, ἀλλά κατά τῆς θεολογικοφανοῦς φιλοσοφίας του. Τόν παραδεχόμαστε ὡς φιλόσοφο, ρήτορα καί δημοσιογράφο, ὄχι ὅμως ὡς θεολόγο καί μάλιστα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρακολουθοῦμε ἀπό τό 1975 τήν θεολογική καί φιλοσοφική του πορεία, ὅπως ἐκφράζεται αὐτή στά βιβλία του. Διαβάσαμε πολλές φορές τήν α΄ ἔκδοση τῆς«Ἐλευθερίας τοῦ ἤθους», «Τά κεφάλαια Πολιτικῆς Θεολογίας», «Ἀλήθεια καί ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», «Νεοελληνική Ταυτότητα», τά ὁποῖα ἐξεδόθησαν μετά τήν διόρθωση καί ἀναθεώρηση τῶν προηγουμένων δογματικῶν καί κανονικῶν λαθῶν του στό βιβλίο«Προνομιο τῆς ἀπελπισίας». Διαπιστώσαμε, ὅμως, μέ πολλή θλίψη ὅτι ἀνεθεώρησε σχηματικά, ἐπιφανειακά τά κείμενά του, ὄχι τόν ἑαυτό του, τήν φιλοσοφική μέθοδο καί τίς Ἀριστοτελικές ἀρχές του. Ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του ἀφάνταστα ὁ κ. Γιανναρᾶς. Ἐνῶ θά μποροῦσε νά εἶναι σήμερα ἕνας νέος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ κα π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἕνας σύγχρονος προφήτης τῆς Ὀρθοδόξου μας Ἐκκλησίας, περιόρισε τίς δυνατότητές του μέσα στό μή μεταμορφωμένο καί συγχυσμένο μυαλό του.
Δέν ἐπιθυμήσαμε νά κρίνουμε ὅλο τό βιβλίο«Ἐλευθερία τοῦ ἤθους», β΄ ἔκδοση ἀναθεωρημένη, Ἀθήνα 1979, διότι οἱ παρατηρήσεις μας θά ἤγγιζαν τά ὅρια ἑνός καινούργιου βιβλίου. Πιστεύουμε ὅτι ἡ λανθασμένη Τριαδολογία ἐκκοσμικεύει τόσο τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί τόν ἄνθρωπο, διότι ὁδηγεῖ σέ λανθασμένο δρόμο, θεολογική καί πενυματική πορεία παρεκκλίνουσα τῆς ἀληθείας. Δηλαδή ὁδηγεῖ σέ λανθασμένη ἀνθρωπολογία, Χριστολογία, Σωτηριολογία, ἁγιολογία, κανονολογία, ἑρμηνεία Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, θεολογία, οἰκουμενικολογία, πολιτική, τέχνη, ἐπιστήμη, ζωή, ἐθνολογία, ἀκόμη καί φιλοσοφία. Οἱ ἀρχαῖοι μας φιλόσοφοι εἶχαν βέβαια μερικές ἐλλάμψεις, παρεῖχαν τόν λεγόμενο σπερματικό λόγο. Ὁ Πλάτων στόν «Φαίδωνα» (67e) λέγει τό ἑξῆς : «Οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνήσκειν μελετῶσι, καί τό τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν».
Ὁ κ. Γιανναρᾶς ἔχει ὁρισμένα καλά στοιχεῖα, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι. Ἔχει τόν σπερματικό λόγο, τόν ὁποῖο, ἄν ἐκμεταλλευθεῖ, θά φθάσει κάποτε, Χάριτι Θεοῦ, στό πλήρωμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, στόν Σεσαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν δικαιολογεῖται, βέβαια, ἡ συμπεριφορά καί ἡ φιλοσοφία του σήμερα, διότι ἤδη ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη καί μᾶς ἀπέστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο συνέχει καί συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα στήριξε τούς Ἀποστόλους καί τούς ἀπέστειλε στό κήρυγμα. Χαρίτωσε τούς Μάρτυρες. Δικαίωσε τούς Ὁσίους. Κατήσχυνε τούς κακοδόξους καί ηὔφρανε τούς Ὀρθοδόξους. Φώτισε τούς Ὁμολογητές. Χορήγησε καί χορηγεῖ διάφορα χαρίσματα κατά τό δοκοῦν εἰς Αὐτό, ὄχι εἰς ἡμᾶς. Καλό θά ἦταν ὁ κ. Γιανναρᾶς, δεικνύοντας μετάνοια, θεολογική συνέπεια, ἐπιστημονική εὐθύτητα, νά ἀποσύρει τά βιβλία του ΟΛΑ, χωρίς ἐξαίρεση, ἀπό τήν κυκλοφορία, ἄν θέλει. Δέν τόν ἀναγκάζει κανείς. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ἔχει μέχρι σήμερα ἀναθεωρήσει τόν ἑαυτό του, τήν φιλοσοφία καί τίς ἀριστοτελικές ἀρχές του, ἀναγκαζόμαστε ἐκ τῶν πραγμάτων, νά διαμαρτυρηθοῦμε σοβαρά καί νά ἀντιδράσουμε μέσῳ τῆς παρούσης κριτικῆς, ὥστε νά διαφυλαχθεῖ τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς πλάνες. Ἐλπιζουμε στήν εὐγενικότητα, τήν ἀγωνιστικότητα τοῦ κ. Γιανναρᾶ καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι θά διορθωθεῖ ἡ κατάσταση.
   Ἐπιλέγοντας, παραθέτουμε, πρός ἐπίρρωση τῶν ἐκτεθέντων, τό ἑξῆς κείμενο τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ.
«Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁρίζοντας τούς τρόπους τῆς ὑπάρξεως τῶν φυσικῶν πραγμάτων, τούς ἀνάγει σέ δέκα, τούς ὁποίους ὀνομάζει κατηγορίες. Εἶναι δέ οἱ ἑξῆς : Οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρός τι, ποῦ, πότε, κεῖσθαι, ἔχειν, ποιεῖν (εἴτε ἐνεργεῖν) καί πάσχειν. Τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπερβαίνει ὅλους τούς προαναφερθέντες τρόπους. Γι’αὐτό καί δίκαια μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία θαῦμα θαυμάτων. Ὁρίστε ἡ ἀπόδειξη :
Θαῦμα κατά τήν οὐσία ˙ διότι τά ἅγια δῶρα, ἐνῶ πρίν ἀπό τήν εὐλογία εἶναι ἄρτος καί οἶνος, μετά τήν εὐλογία καί τόν ἁγιασμό, καθαγιάζονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, παραμένοντας ὁ ἄρτος ἄρτος καί ὁ οἷνος οἷνος. Θαῦμα κατά ποσόν˙ διότι ὅλο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι σέ ὅλο τόν ἅγιο ἄρτο καί ἐπίσης εἶναι ὁλόκληρο σέ κάθε μερίδα. Θαῦμα κατά ποιόν˙ διότι αἰσθανόμαστε μέν τήν ποιότητα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ἀλλά τρώγουμε καί πίνουμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Θαῦμα κατά τό πρός τι˙ δηλαδή κατά τήν σχέση˙ διότι στήν Θεία Εὐχαριστία εἶναι μέν αὐτός ὁ Υἱός, τόν Ὁποῖο γέννησε ἐν χρόνῳ ἡ Παρθένος Μαρία, ὅμως ἐδῶ δέν γεννιέται κυρίως ἐκ Πατρός ἤ Μητρός, ἀλλά τελεσιουργεῖται μυστηριωδῶς, ὥστε, κατά τόν καθαγιασμό τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, δέν ἀναφέρεται οὔτε σέ πατέρα οὔτε σέ μητέρα. Θαῦμα κατά τό ποῦ˙ διότι ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί στόν οὐρανό καί στή γῆ καί ὁ ἴδιος στό ἱερό μας θυσιαστήριο. Θαῦμα κατά τό πότε˙ διότι σάν Σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἄφθαρτο καί ἀθάνατο˙ σάν Αἷμα Χριστοῦ εἶναι πηγή ζωῆς αἰωνίου˙ ἀλλά διαμενουν τά θεῖα ἰδιώματα ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ὅσο καιρό διαμένουν τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.Θαῦμα κατά τό κεῖσθαι˙ διότι στήν Θεία Λειτουργία θεωρεῖται ὁ Ἰησοῦς κείμενος μέσα στή φάτνη, ὡς γεννηθείς, ὡς ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὡς πάσχων, ὡς ἀναστάς καί ἀνερχόμενος στούς οὐρανούς, ὡς ἀναληφθείς καί καθήμενος στά δεξιά τοῦ Πατρός, ὡς Υἱός καί Θεός. Θαῦμα κατά τό ἔχειν˙ διότι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἔχει ἐξωτερική περιβολή τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Θαῦμα κατά τό ποιεῖν (ἤ ἐνεργεῖν)˙ διότι ἡ μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀγγίζει μέν τήν αἴσθηση, ἁγιάζει δέ τό πνεῦμα. Θαῦμα, τέλος, κατά τό πάσχειν˙ διότι ὁ θεῖος ἄρτος μελίζεται μέν, ἀλλά ὡς Σῶμα Χριστοῦ δέν διαιρεῖται, τρώγεται μέν, ἀλλά ὡς Σῶμα Χριστοῦ δέν δαπανᾶται»[13].
Ἀκριβῶς σ’αὐτό τό σημεῖο[14] διακρίνεται ἡ διαφορά τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου ἀπό τήν περί φιλοσοφίας καί ἀνθρωπίνης λογικῆς διδασκαλία ὁρισμένων σχολαστικῶν θεολόγων τῆς Δύσεως. Διότι, ἐκεῖνοι μέν θεωροῦσαν τήν φιλοσοφία ὑπηρέτρια τῆς θεολογίας (Philosophia anquillaTheologiae), τῆς ἀπέδιδαν ὅμως, ὡς ὀργάνου τοῦ ὀρθοῦ λόγου, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, τέτοια δύναμη, ὥστε νά περιμένουν ἀπ’αὐτήν νά διεισδύσει σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς θεολογίας καί νά ἐξιχνιάσει ὅλα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ! Αὐτό θά γίνει, λένε, κατ’ἐξοχήν διά τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, τήν ὁποία θεωροῦσαν ὡς τήν τελειοτάτη μορφή φιλοσοφίας. Ἔτσι, ὅσον ἀφορᾶ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πίστευαν ὅτι τό συνεβίβαζαν πλήρως μέ τήν λογική καί τό ἑρμήνευαν τελείως, λέγοντας ὅτι, κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μεταβάλλεται ἡ «οὐσία» (πρώτη ἀριστοτελική κατηγορία) τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς «οὐσίαν» σώματος καί αἵματος Χριστοῦ, ἐνῶ παραμένουν ἀμετάβλητα τά «συμβεβηκότα» (οἱ ἐννέα ἄλλες ἀριστοτελικές κατηγορίες).
Ἀλλά, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, γνωρίζοντας τήν διδασκαλία αὐτή τῶν Δυτικῶν θεολόγων, ἀποδεικνύει ὅτι, παρ’ὅλη τήν ἑρμηνεία, πού ἔδωσε, τό μυστήριο παραμένει μυστήριο, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : «βλέπομεν ἄρτι δι’ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[15].
      Προσωπικά πιστεύουμε ὅτι ὁ κ. Γιανναρᾶς ἔχει ἀριστοτελικές καί παπικές, δυτικές, θεολογικές βάσεις καί ἀρχές, πού τίς διδάχθηκε, τίς ἔζησε καί τίς ἐνστερνίσθηκε κατά τήν θητεία του στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στίς θρησκευτικές ὀργανώσεις καί στίς «ἀνώτερες» σπουδές του στήν Δυτική Εὐρώπη.
Τό μεγαλύτερο δρᾶμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ κατά τούς δύο τελευταίους αἰῶνες ἔγκειται στόν ἐμβολιασμό κυρίως τῶν Νεοελλήνων διανοουμένων, θεολόγων, φιλοσόφων, πολιτικῶν, καλλιτεχνῶν κλπ ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς Δυτικῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας, πού στηρίζεται ἀκριβῶς στήν αὐτόνομη λογική, στήν αὐτοδικαιωμένη ζωή, στήν αὐτοειδωλοποίηση τοῦ δῆθεν «ἀλαθήτου» δυτικοῦ ἀνθρώπου εἴτε Παπικοῦ εἴτε Προτεστάντου.
Συγκρίνοντας τήν Δυτική «Ἐκκλησία» πρός τόν Προτεσταντισμό ὁ ἅγιος πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος Πενταπόλεως, βρίσκει ὡς κοινό σημεῖο τόν ἀτομικισμό. Μόνη δέ διαφορά μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν συστημάτων εἶναι ἡ ἑξῆς : Στήν μέν Δυτική «Ἐκκλησία» τό ἄτομο, δηλ. ὁ Πάπας συγκεντρώνει γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του πολλά βουβά καί ἀνευλεύθερα πρόσωπα, πού συμμορφώνονται ἑκάστοτε πρός τίς ἀρχές καί τά φρονήματα τοῦ ἐπικαθημένου ἀτόμου. Στόν δέ Προτεσταντισμό ἡ «Ἐκκλησία» συγκεντρώθηκε γύρω ἀπό τό ἄτομο. Γι’αὐτό, ἡ Δυτική «Ἐκκλησία» εἶναι ἄτομο καί τίποτε περισσότερο… Ἴσως στόν μέν Προτεσταντισμό κάθε ἄτομο ἀποτελεῖ καί μία «Ἐκκλησία», στήν δέ Δυτική ὅλη τήν «Ἐκκλησία» ἀποτελεῖ ἕνα ἄτομο, ὄχι πάντοτε τό ἴδιο, ἀλλ’ἀείποτε ἄλλο[16].
Ἡ θεολογικοφανής φιλοσοφία τοῦ κ. Γιανναρᾶ εἶναι ἀτομική, δυτική, κι ἄς φαίνεται ὅτι πολεμάει τήν Δύση. Εἶναι Δούρειος Ἵππος τῆς Δύσεως μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ αἱρετική Δύση χίλια χρόνια πολέμησε ἐκ τῶν ἔξω, μέ τούς γνωστούς τρόπους, τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Δέν κατάφερε τίποτα. Τά τελευταῖα χρόνια σκέφτηκε πώς τά κάστρα πέφτουν, ἄν βρεθοῦν ὄργανα ἀπό μέσα. Αὐτό τό κόλπο φαίνεται πώς ἔπιασε τόπο. Ὁ   κ. Γιανναρᾶς ὀφείλει νά μετανοήσει, νά δώσει ἀπολογία καί νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τόν χριστεπώνυμο ἀγωνιζόμενο πιστό Ὀρθόδοξο λαό γιά τά ἀτοπήματά του. Ἀλλοιῶς, τί θα πεῖ στόν Χριστό μετά θάνατον;
Εὐχόμαστε πρός τόν ἅγιο Νεκτάριο να φωτίσει, θείᾳ χάριτι, τήν διάνοια τοῦ κ. Γιανναρᾶ καί ὅλων τῶν πτυχιοῦχων ἤ δοκτόρων τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, νά ἁγιάσει τήν καρδιά μας καί νά διδάξει τήν ὄντως θεολογία σέ ὅλους μας. Ἀμήν!  




[1] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Χριστός ἀρχή καί τέλος, ἔκδ. Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθῆναι 1983, σσ. 213-232.
[2] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, «Γ΄ ἑκατοντάδα περί ἀγάπης», κεφ. 65, ἐν Φιλοκαλία, τ. Β΄, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1985, σ. 85. «Ἡ γνώση τῶν θείων, χωρίς ἅγιο πάθος, δέν καταπείθει τελικά τόν νοῦ νά καταφρονεῖ τά ὑλικά, ἀλλά μοιάζει μέ ἁπλό λογισμό αἰσθητοῦ πράγματος. Γιατί, εἶναι δυνατό νά βρεῖ κανείς πολλούς ἀνθρώπους μέ πολλή γνώση, καί ἐν τούτοις νά κυλιοῦνται στά σαρκικά πάθη σάν χοῖροι στήν λάσπη. Γιατί, ἀφοῦ μέ κάποια ἐπιμέλειά τους καθαρίστηκαν λίγο καί πέτυχαν τήν γνώση, ὕστερα ἀμέλησαν καί ἔγιναν ὅμοιοι μέ τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ κρίθηκε ἄξιος γιά τήν βασιλεία, ἐπειδή ἔζησε ἀνάξια, ἐκδιώχθηκε ἀπ’αὐτήν μέ φοβερή ὀργή».
[3] Τοῦ ἰδίου, «Β΄ ἑκατοντάδα προς Θαλάσσιο περί θεολογίας», κεφ. 36, ἐν Φιλοκαλία, τ. Β΄, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1985, σ. 131. «Ὡς οὐρανό δέ ἐννόησε τήν φυσική τοῦ Θεοῦ κρυφιότητα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία σέ ὅλους εἶναι ἀκατάληπτος. Κι ἄν κανείς ἐννοήσει ὡς οὐρανό τόν λόγο τῆς θεολογίας καί ὡς ἄβυσσο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, δέν θά πεῖ κάτι ἀνάρμοστο κατά τήν γνώμη μου. Γιατί καί τά δύο εἶναι δύσκολο νά τά συλλάβουν ἐκεῖνοι, πού ἐπιχειροῦν νά τά ἐξετάσουν λογικά˙ ἤ μᾶλλον εἶναι ὁλότελα ἀπρόσιτα, ὅταν ἐρευνῶνται χωρίς πίστη».
[4] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλίμαξ, Λόγος 26 περί διακρίσεως, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, σ. 289.
[5] Ματθ. 5, 1-20
[6] Ἰω. 3, 8 καί Β΄ Κορ. 3, 17.
[7] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, «Στ΄ ἑκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων περί θεολογίας, οἰκονομίας», κεφ. 36, ἐν Φιλοκαλία, τ. Β΄, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1985, σ. 216. «Ἡ ἐπινόηση τῶν ἑκουσίων πόνων καί ἡ ἐπιφορά τῶν ἀκουσίων ἀφαιροῦν τήν ἡδονή καί καταργοῦν τήν ἐνεργητική κίνησή τους. Δέν ἐξαφανίζουν, ὅμως, τήν δύναμη, πού βρίσκεται σάν νόμος μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση καί πού δημιουργεῖ τήν ἡδονή. Γιατί ὁ ἐνάρετος βίος προκαλεῖ ἀπάθεια τῆς προαιρέσεως, ὄχι ὅμως καί τῆς φύσεως. Μέ τήν ἀπάθεια τῆς προαιρέσεως ἔρχεται στόν νοῦ ἡ χάρη τῆς θείας ἡδονῆς».
[8] Σχ. βλ. Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, «Ἀπό τό προσωπεῖο εἰς τό πρόσωπο», στόν τόμο Χαριστήρια πρός τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος κ. Μελίτωνος, Θεσ/κη 1977 καί ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Τό πρόσωπο καί ὁ Ἔρως, § 42, 44, 84β καί 87.
[9] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τήν Γένεσιν, ΙΕ΄, δ΄, PG 53, 123.
[10] Ἐφ. 5, 32.
[11] Ματθ. 22, 30, Μάρκ. 12, 25, Λουκ. 20, 34-36.
[12] PG 74, 788-789. Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 19702, σσ. 27-28.
[13] ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ,Μελέτη περί τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, σσ. 56-57.
[14]  Τοῦ ἰδίου, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1972, σσ. 29-31.
[15] Α΄ Κορ. 13, 12.
[16] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, Παπισμός, Β΄ ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1995, σ. 96. ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη. «Ἡ αὔξηση τοῦ φόβου εἶναι ἀρχή τῆς ἀγάπης. Καί τό τέλος τῆς ἀγνείας εἶναι προϋπόθεση τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος, πού ἕνωσε τελείως τίς αἰσθήσεις του μέ τόν Θεό, μυσταγωγεῖται στήν θεολογία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐάν, ὅμως, οἱ αἰσθήσεις δέν ἔχουν ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά θεολογεῖ κανείς.
Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός σ’ ἐκεῖνον, πού θά κατοικήσει, θά χαρίσει τελεία ἀγνότητα καί καθαρότητα, νεκρώνοντας τόν θάνατο (δηλαδή τά πάθη, πού νεκρώνουν τήν ψυχή). Μετά ἀπό τή νέκρωση αὐτή, ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καί γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἀγνός γνωρίζει τον Ἁγνό) ἐφ’ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, εἶναι ἀγνός, διαμένοντας στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 11, 7 καί 18, 10). Καί ὅποιος δέν γνώρισε κατ’αὐτόν τόν τρόπο τόν Θεό, ὁμιλεῖ περί Θεοῦ «στοχαστικῶς».
Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τόν μαθητή, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἀγνεία του αὐτή ἀξιώθηκε νά κηρύξει καί νά στερεώσει τά δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος» (ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλίμαξ, Λόγος Λ΄, περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ἀττική 1978, σσ. 376-377).
Τά δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος θεωροῦνται πολύ ἀλλοιώτικα, μέ ἄλλο πνεῦμα, ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί ἄλλο ἀπό τούς Λατίνους, ὅπως ὁ Παῦλος Εὐδοκίμωφ γράφει : «Μεθοδολογικά ἡ λατινική θεολογία γιά τήν Ἁγία Τριάδα θεωρεῖ πρῶτα τήν μία φύση καί ὕστερα καταλήγει στά τρία πρόσωπα (amansamatusamot = ἀγαπῶν, ἀγαπώμενος, ἀγάπη, ἱερός Αὐγουστῖνος, De TrinitateVIII, 10), τά ὁποία μία ὁρισμένη μεταφυσική τῆς οὐσίας τά παρουσιάζει ὡς ὑπαρκτικούς τρόπους τῆς μιᾶς φύσεως. Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος δείχνει μᾶλλον τήν Τριάδα ὡς Θεό, παρά ἕνα Θεό Τριαδικό. Ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί ἐμφανίζουν μία ἑνότητα, ἀπό τήν ὁποία ἐκπορεύεται τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἡ ἑνότητα αὐτή ἀκριβῶς, τό ΚΑΙ τοῦ Filioque, εἶναι πού χωρίζει τήν Δύση ἀπό τήν Ἀνατολή.
Οἱ Ἀνατολικοί θεωροῦν πρῶτα τά τρία πρόσωπα, φθάνοντας ὕστερα ἀπό τίς χωριστές ὑποστάσεις στήν ἑνότητα τῆς φύσεως˙ ὁ ἰδιαίτερος τρόπος, πού κάθε ὑπόσταση κατέχει τήν κοινή φύση, ἀποτελεῖ τό περιεχόμενό της. Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος περιγράφουν κατά πρῶτο λόγο καί πολύ καθαρά τά Τρία Πρόσωπα… Ὁ Λατῖνος θεωρεῖ τήν προσωπικότητα ὡς ἕνα τρόπο τῆς φύσεως, ὁ Ἕλληνας θεωρεῖ τήν φύση ὡς τό περιεχόμενο τοῦ προσώπου. Κατά τούς Ἀνατολικούς, οἱ ὑποστάσεις προσδιορίζουν μαζί τήν ἑνότητα καί τήν διαφορετικότητα μέσα στή θεία ζωή, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα αὐτή ἀνάγεται, ὄχι στήν φύση, ἀλλά στόν Πατέρα, «μόναρχον καί πηγήν» τῆς αἰωνίας περιχωρήσεως : «Εἷς μόνος Θεός», ἀφοῦ «εἷς μόνος Πατήρ» εἶναι ἡ θεμελιώδης παραδοχή τῆς Ἀνατολῆς» (ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Ὀρθοδοξία, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1972, σσ. 184-185)

Αόρατος Αγιορείτης