Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Η αποδόμηση της Εθνικής Συνείδησης

ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ

Εφημ Ποντικι 18.1.11

Επανάληψις μήτηρ μαθήσεως. Το έχουμε γράψει πολλές φορές, ωστόσο δεν μας πειράζει να κουραστούμε επί του προκειμένου, αν διατηρούμε την ελπίδα να φανούμε χρήσιμοι. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να υπερασπίζεσαι τα προφανή. Η Ιστορία κάθε έθνους συγκροτεί αυτό που ονομάζουμε Εθνική Συνείδηση. Πάνω στις ιδιαιτερότητες κάθε λαού αναπτύχθηκε μέσα από αντιθέσεις - συγκρούσεις ο πολιτισμός.

Η ιδιαιτερότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που πολιτισμού μας – ο Άλλος συγκροτεί τη βασική συνθήκη του αυτοπροσδιορισμού μας. Δεν υπάρχει λαός στον κόσμο που να θέλει να καταργήσει το παρελθόν του ή, τέλος πάντων, να το θέσει υπό περιορισμό. Αυτή η παγκοσμίου εμβέλειας γελοιότητα που προωθείται στα ελληνικά σχολεία έρχεται ως αποτέλεσμα μιας σειράς απλουστεύσεων που προωθούνται στο όνομα μιας ομιχλώδους αντίληψης περί παγκοσμιοποίησης.

Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας πολύ απλά προωθείται μια «προοδευτική» αντίληψη που μεταφράζει τη φυσιολογική αγάπη που τρέφει κάθε πολίτης για την πατρίδα του και κατά συνέπεια για την ιστορία του ως σύμπτωμα Ρατσισμού. Αυτή η αντίληψη πριν από όλα βρήκε πρόθυμους και, ω του θαύματος, υπερκομματικούς θιασώτες, που καλύπτουν το φάσμα από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, τον Συνασπισμό, μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ έως και τους νεοφιλελεύθερους της Νέας Δημοκρατίας.

Για παράδειγμα, η ιέρεια αυτής της τάσης, η κ. Θάλεια Δραγώνα, ισχυρίζεται ότι η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας στη μέση εκπαίδευση υποκρύπτει ρατσιστικές τάσεις («Τι είν’ η Πατρίδα μας; Ο Εθνοκεντρισμός στην Εκπαίδευση», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελίδα 86).

Στο μεταξύ, τα Αρχαία Ελληνικά, ενώ ως γλώσσα διδάσκονται στα εκλεκτότερα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης σε πάμπολλες χώρες όλου του κόσμου, στην Ελλάδα αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση ρατσισμού. Δεν θα είμαι ευγενής: Αυτή η αλλόκοτη ανοησία, αυτός ο εξωφρενικός εξτρεμισμός κάθε λογικής, που εκτρέφεται ποιος ξέρει από ποιους κύκλους, δεν με αφήνει αδιάφορο. Όπως δεν με αφήνει αδιάφορο το ότι σε όλη τη Μακεδονία υπάρχουν διάσπαρτα και αδιαμφισβήτητα μνημεία του ελληνισμού και πρέπει να δέχομαι τις ιστορικές διαστρεβλώσεις που θέλουν τον Μεγάλο Αλέξανδρο Σκοπιανό για να νιώθω αντιρατσιστής!

Το ότι ως κοινωνία αφήσαμε την αγάπη προς την πατρίδα μας να γίνει συνώνυμο με τις πιο απεχθείς φασιστικές εκδοχές της χώρας αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπερασπιστώ τη μεγάλη της Ιστορία, το παρελθόν της, τις μικρές και τις μεγάλες της στιγμές.

Οικοδομήσαμε μια κοινωνία βλακώδη, η οποία εξορίζει τα Αρχαία Ελληνικά, πάνω στην κληρονομιά των οποίων οικοδομήθηκε και βασίζεται όλος ο σύγχρονος κυρίαρχος Δυτικός Πολιτισμός. Την αποκλειστική ευθύνη για την αγράμματη και αστοιχείωτη χώρα έχουν οι μεταπολεμικές δεξιές κυβερνήσεις, οι οποίες την ταύτισαν με τους δωσίλογους, τους μαυραγορίτες και όλους τους αλήτες που συγκρότησαν το παρακράτος της.

Από την άλλη, οι «προοδευτικές δυνάμεις» του τόπου κατάφεραν τον περίφημο άθλο να θεωρείται φασίστας όποιος δεν μιλά τη «γλώσσα του λαού». Αν δεν λες «Ιούλης» και λες «Ιούλιος», θεωρείσαι... δεξιός. Αφήνοντας τη βαρυσήμαντη πνευματική μας κληρονομιά στα χέρια των απογόνων των δωσιλόγων καταφέραμε να ταυτίσουμε τη γλώσσα και την ιστορία μας, δηλαδή το Σώμα και την Ψυχή της πατρίδας, με την πιο απεχθή εκδοχή της Ακροδεξιάς.

Ωστόσο, για την αλήθεια του θέματος, η πατρίδα ουδέποτε συγκινήθηκε για τον πραγματικό της Πολιτισμό, για την Παιδεία της. Η Αριστερά, από τη μεριά της, που διέθετε κύρος και άποψη στον πολιτισμό και την παιδεία, κατανάλωσε τα πνευματικά της αποθέματα στα φεστιβάλ, στα δωρεάν εισιτήρια θεάτρου και στις παραστάσεις… καραγκιόζη.

Εν κατακλείδι, σήμερα λανσάρεται ένα νέο μεταμοντέρνο μοντέλο που τείνει να κάνει μόδα την... αποδόμηση της «Εθνικής Συνείδησης» πάνω στο δρομολόγιο ενός είδους φιλοπατρίας, το οποίο καταλήγει στους βορβορώδεις τόπους της Ακροδεξιάς και των αποβλήτων της.

--------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΗ μ. Προδρόμου... εις επίρρωση των ανωτέρω θα σας πείσει μία επίσκεψη στην βιβλιοθήκη του Λονδίνου που το καύχημά της είναι τα ατέλειωτα ελληνικά χειρόγραφα (τα κλεμμένα;): http://www.bl.uk/manuscripts/BriefDisplay.aspx?size=50

Ο στρατιώτης-σύμβολο των ΗΠΑ, ήταν Έλληνας!





Ο στρατιώτης της φωτογραφίας έγινε το σύμβολο της μεγαλύτερης γενιάς των Αμερικάνων. Δεν είναι όμως... Αμερικανός, είναι ο Έλληνας Ευάγγελος Κλωνής!

Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα.

Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας (της Κεφαλονιάς) το 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ.

Παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη: Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να μεταφέρουν ψώνια σ’ ένα καράβι. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.

Μετά από αρκετές περιπέτειες και με τη βοήθεια του καπετάνιου (ήταν κι αυτός κεφαλλονίτης) ο Βαγγέλης κατέληξε στο Λος Άντζελες.

Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου κεφαλονίτη, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά –είναι 94 χρονών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε –είχε πολύ κόσμο, και δεν είχε συνηθίσει. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλευε σαν πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή πήρε και μια δικιά του καντίνα με χοτ-ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο.

Μια ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε, και ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε –υποστήριξε ότι ήταν μικρός ακόμα, και έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Οπότε αυτή τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει στη χώρα παράνομα.

Έτσι ο Βαγγέλης έφυγε μετά από μια Οδύσσεια στην Αμερική επέστρεψε και πάλι στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.
Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών.

Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος από όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), και δέχτηκε και μια θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανένα που έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.

Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάνα, και όλοι όσοι τον ήξεραν κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι’ αυτόν. Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991. «Μια μέρα», θυμάται η Κική Κλωνή, «είχα πάει με το Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Ο Νίκος είχε πάει να πάρει περιοδικά, κι εγώ πήγα με τα εγγόνια για να τους πάρω παιχνίδια. Κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έρχεται τρέχοντας. «Μάνα τρέχα!» φώναζε. «Ο πατέρας!» Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος και ένα τσιγάρο στο στόμα, και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».

Ο αμερικανός φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.

Πηγή: usa.greekreporter.gr
Φωτο: Ο Κλώνης εξώφυλλο του LIFE το 1944

Ελεύθεροι ασκητές

Νικολάου Ιερομονάχου (μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)

« …. Με υπόδειξη του π. Παϊσίου, είχα πάει το 1988 να επισκεφθώ και δύο Ρουμάνους ερημίτες στην Καψάλα, με κάποιο φίλο μου μοναχό. Πήραμε ντομάτες, ροδάκινα, αχλάδια, λίγα μακαρόνια και Μπισκότα Παπαδοπούλου γεμιστά για ευλογία. Αυτά βρήκαμε στις Καρυές.

Η πρώτη μας συνάντηση ο γέρο-Ξενοφών. Πριν καλά καλά τον συναντήσουμε, μόνο που άκουσε τα βήματά μας, ξεφώνησε περιχαρής:

- Έρχεται, πατέρες, έρχεται.

Το ακούσαμε με ανάμεικτη έκπληξη και απορία αυτό δύο τρεις φορές. Έως ότου ξαφνικά τον διακρίνουμε ανάμεσα από τους θάμνους. Ένα γεροντάκι, ογδόντα οκτώ ετών, καθισμένο σε μια ψάθινη καρέκλα ανάποδα, με την πλάτη της στο στήθος και τα χέρια ψηλά στον ουρανό, μόλις μας αντικρύζει αναλύεται σε λυγμούς. Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Με σπασμένα ελληνικά, μας ζήτησε συγγνώμην και δικαιολογήθηκε. Είχε μέρες που προσευχόταν να τον αναπαύσει ο Θεός. Θεωρούσε ότι τον είχε ξεχάσει. Στο άκουσμα των δικών μας βημάτων και στο θόρυβο των κλαδιών των θάμνων που παραμερίζαμε πίστεψε πως ερχόταν ο άγγελός του. Μόλις αντί για άγγελο είδε εμάς, απογοητεύτηκε. Και δικαιολογημένα! Αυτό δε μας το είπε· εμείς το καταλάβαμε. Στο Άγιον Όρος ο άγγελος είναι ποθεινότερος, ακόμα κι αν πρόκειται να σου πάρει την ψυχή, απ’ όσο ο άνθρωπος, ακόμα κι αν σου φέρνει… γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου.

Αφού συνήλθε, άρχισε πάλι με λυγμούς να μας ευχαριστεί για τον κόπο μας και να ζητά συγγνώμην αν μας λύπησε ή αν μας πρόσβαλε. Λίγες μέρες αργότερα ήρθε και ο άγγελος· ο π. Ξενοφών ανεπαύθη. Ας έχουμε την ευχή του.

Ήδη η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε και στον π. Ηρωδίωνα· έναν Ρουμάνο που ή ήταν σαλός δια Χριστόν ή δεν ήταν άνθρωπος. Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον… σκουπιδότοπό του. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ’ ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντούμε έναν νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο κούφωμα μιας πόρτας… χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο. Τα χέρια του στηρίζονταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε έτσι. Ο ίδιος χωρίς ζωστικό. Μια μάλλινη φανέλλα κι ένα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο. Ένα στρώμα από κονσέρβες, κουκούτσια, σακκούλες, τάπες, καπάκια από μπουκάλια, φλούδες, ό,τι μπορούσε κανείς να φαντασθεί, πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο χαλί στο μυστηριώδες… παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων πορτοκαλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα όλων των ειδών τα ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.

- Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός συνοδοιπόρος μου.

- Ο Κύριος, απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρό του.

- Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας συνεχίζει δίχως ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.

- Ω, καλοί πατέρες, πολύ ευκαριστώ. Σας ευκαριστώ. Καλοί πατέρες. Πολύ ευκαριστώ, απαντά εκείνος.

Και παίρνοντας την σακκούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του.Τα χυμένα ζουμιά τους αποτύπωναν τη δική μου απορία που, σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να καταλάβω την λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς ξαφνιασμένος, να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης μοναχικής προοπτικής του.

Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα έχυσε από το περίβλημά τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο πιο μακρυά μπορούσε, φωνάζοντας: « Να φάνε τα πουλάκια· να φάνε τα πουλάκια », άρχισε να μας μιλάει για το σταυρό του Χριστού, την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να δοξάζει το όνομα του Θεού.

Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Λίγο ακόμη και θα χάναμε το θέαμα. Θα χάναμε αυτό που ο π. Ηρωδίων έδειχνε. Μέσα όμως στη νύχτα της δικής μου λογικής είχα αρχίσει να υποψιάζομαι λίγο απ’ αυτό που έκρυβαν τα σκουπίδια, τα ακαταλαβίστικα λόγια και φυσικά η εντελώς ακατανόητη λογική ενός σαλού για την αγάπη του Χριστού. Θυμήθηκα τον αββά Ισαάκ που, αναφερόμενος σ’ αυτούς τους ηρωικούς αγίους που ζουν « ν ταξίαις, ετακτοι ντες » κατακλείει· « ταύτην τν νοιαν ξιώσαι μς Θες φθάσαι ». Άραγε αυτή είναι λογική για την οποία μιλούσε ο π. Παΐσιος;

Γύρισα πίσω για μια τελευταία κλεφτή ματιά. Το άσχημο από τη φύση του και άγριο από τον τρόπο του πρόσωπό του έλαμπε υπερβατικά από τη χάρι του Θεού. Ήταν τόση η λάμψη του, που υποχρέωνε τα πήλινα μάτια μου και την « μ ρσα » καρδιά μου σε ασυνήθιστες οράσεις άλλου είδους και άλλου κόσμου. Η μυστηριώδης όψη του μένει ακόμη βαθειά χαραγμένη στην μνήμη μου.

Έφυγα και ξαναβυθίστηκα στα σκουπίδια του εαυτού μου. Εκείνος έμεινε πατώντας πάνω στα σκουπίδια της λογικής αυτού του κόσμου. Τον σκεπτόμουν και θαύμαζα την αντοχή και τον ηρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ενώ αντιλαμβάνομαι την αξία και το μεγαλείο της λογικής του, δεν μπορώ να συλλάβω τη δομή της. Σίγουρα η λογική είναι μεγαλύτερη εκτροπή από την δια Χριστόν σαλότητα. Ίσως όμως ο σταυρός της να είναι τελικά βαρύτερος από τον σταυρό του π. Ηρωδίωνα.

Πάνω στο πανεπιστήμιο των σκουπιδιών και της σαλότητος, τόλμησα να προβάλω την λογική, την αίγλη και την φινέτσα της νωπής τότε εμπειρίας μου στο Harvard και το MIT. Τότε άρχισαν τα σκουπίδια να ευωδιάζουν σαν λουλούδια, τα ζωύφια να μεταμορφώνονται σε πουλάκια, οι ξεσχισμένες σακκούλες σε πτυχία και δημοσιεύματα· και ο π. Ηρωδίων πολύ πιο «έξυπνος», πολύ πιο πετυχημένος από τους Νομπελίστες καθηγητές μου! Η λογική τους έμοιαζε με αγωνιστικό αυτοκίνητο· η λογική της δια Χριστόν σαλότητος με πύραυλο. Το πρώτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. την ώρα. Το δεύτερο από 29.000 χλμ. την ώρα και πάνω. Το πρώτο κινείται οριζόντια. Το δεύτερο κατακόρυφα. Στην μια περίπτωση, αν υπερβείς το όριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στην δεύτερη, αν το ξεπεράσεις, εκτοξεύεσαι· ξεπερνάς την βαρύτητα της γης· διαφεύγεις· ελευθερώνεσαι. Οι πρώτοι, οι λογικοί, όσο κι αν τρέχουν πατάνε στην γη. Ο π. Ηρωδίων έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να την έχει ακουμπήσει. Χωρίς να τον έχει ακουμπήσει…».