Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΟΥ 1932

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ 1928-1932
http://www.e-shop.gr/show_bks.phtml?id=BKS.0886044

Ο δανεισμός, οι τράπεζες και ο ρόλος τους στην πτώχευση της Ελλάδας.
1. Ο δανεισμός και οι συνέπειές του στην ελληνική οικονομία.
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας και η πτώχευση του 1932, ήταν αποτέλεσμα ενός πλέγματος εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Ως προς τους πρώτους, σημαντικότερος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από την Αμερική το 1929 και γρήγορα έφτασε και στην Ευρώπη….Στους εσωτερικούς παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά την ελληνική οικονομία και την οδήγησαν στην πτώχευση συγκαταλέγονται, ο υπερβολικός δανεισμός και ο ρόλος των τραπεζών στην εσωτερική αγορά. …Μετά το 1922, όλες οι κυβερνήσεις είχαν στραφεί στον εξωτερικό δανεισμό. Κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό των εξωτερικών δανείων που σύναψε η Ελλάδα τα έτη 1922-1932 θα διαπιστώσουμε ότι το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο αυτών των δανείων ήταν περίπου 1.015,2 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (15.563 εκατομμύρια δραχμές), ενώ το πραγματικό ποσό που εισπράχθηκε ήταν 884,5 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (13.552 εκατομμύρια δραχμές). Ο μέσος όρος έκδοσης των δανείων ήταν το 89% του αρχικού κεφαλαίου, το μέσο ονομαστικό επιτόκιο 7%, ενώ το μέσο πραγματικό επιτόκιο ανερχόταν τουλάχιστον στο 8%. Ο μέσος χρόνος απόσβεσης των δανείων ήταν τα 33 έτη.
Τα ποσά αυτά είναι τα περισσότερα που ποτέ είχε λάβει η Ελλάδα σε τόσο μικρό διάστημα. Το 67,42% αυτού του ποσού προερχόταν από τα κεφαλαιοκρατικά κέντρα της Αγγλίας, πράγμα που δείχνει και την εξάρτηση της Ελλάδας από αυτή. Επίσης, διάφορα ποσά προέρχονταν από την Αμερική (9,88%), τη Γαλλία (7,52%), τη Σουηδία (5,40%), το Βέλγιο (3,44%) και το υπόλοιπο από άλλες χώρες. Ως προς τα δάνεια του εσωτερικού την ίδια περίοδο το ποσό ανερχόταν στα 2.209 εκατομμύρια δραχμές (144.100.000 χρυσά γαλλικά φράγκα). Πάντως, το αποτέλεσμα αυτών ήταν να επιβαρυνθεί δραματικά ο κρατικός προϋπολογισμός και το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας στις αρχές του 1928 ήταν στα 38 δισεκατομμύρια δραχμές, ενώ στα μέσα του 1931 έφτανε τα 44 δισεκατομμύρια δραχμές.
Τα δάνεια ωφέλησαν πολλαπλά την Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, η νομισματική σταθεροποίηση του 1928 ήταν το πρώτο όφελος. Παράλληλα, αυτό επέτρεψε στα επόμενα χρόνια να προχωρήσει ευκολότερα η σύναψη νέων δανείων με καλύτερους όρους, καθώς η οικονομική πίστη της χώρας προς το εξωτερικό είχε βελτιωθεί. Έπειτα, θεραπεύτηκαν πολλές από τις προσφυγικές ανάγκες, που ήταν έντονες τη δεκαετία του 1920. Αλλά και τα αρνητικά σημεία ήταν εξίσου σημαντικά. Η σύναψη των δανείων δεν είχε γίνει πάντα με τους καλύτερους όρους, ειδικά πριν από το 1928. Επίσης, επειδή εκδίδονταν σε υψηλές τιμές, τα προτιμούσαν ακόμη και οι εσωτερικοί οικονομικοί κύκλοι, πράγμα που σήμαινε ότι ένα μεγάλο μέρος του συναλλάγματος έφευγε στο εξωτερικό και κατευθυνόταν στην κάλυψη των εκεί εκδομένων χρεογράφων. Αντίθετα, δε συνέβαινε το ίδιο με τα ιδιωτικά χρεόγραφα του εσωτερικού.
Και ο Βενιζέλος έλαβε δάνεια με βασικό στόχο τη χρήση τους σε δημόσια έργα. ….Άμεση συνέπεια του υπερβολικού δανεισμού ήταν το γεγονός ότι διογκώθηκαν τα ελλείμματα και ειδικά το δημόσιο χρέος. Ουσιαστικά, η ετήσια εξυπηρέτηση των δανείων απαιτούσε το 81% των συναλλαγματικών εισπράξεων των εισαγωγών, ποσό εξαιρετικά υψηλό αν αναλογιστούμε ότι καμιά άλλη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν αντιμετώπιζε κάτι ανάλογο. …Το σύνολο των ετησίων πληρωμών προς το εξωτερικό από το 1,56 δισεκατομμύρια δραχμές το 1923, έφτασε τα 2 δισεκατομμύρια το 1925/6 και από το 1928/9 και μετά ήταν πάντοτε πάνω από τα 3 δισεκατομμύρια ετησίως. Ειδικά, την περίοδο 1928-1932, η Ελλάδα είχε εισπράξει από δάνεια 10,323 δισεκατομμύρια δραχμές και είχε καταβάλλει για την εξυπηρέτηση του χρέους 13,927 δισεκατομμύρια, δηλαδή 35% περισσότερα χρήματα απ’ όσα είχε τελικά εισπράξει.
Μια άλλη σημαντική συνέπεια του υπερδανεισμού της χώρας ήταν η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού που με δυσκολία μπορούσε να ισοσκελιστεί. … Τα αποτελέσματα αυτού του υπέρογκου δανεισμού εκδηλώθηκαν το 1932, οπότε η Ελλάδα, αδυνατώντας ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό κήρυξε πτώχευση, δηλαδή αναστολή πληρωμών των δανείων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. …

2. Ο ρόλος των τραπεζών στην κρίση του 1932
Σημαντικό ρόλο στην ελληνική οικονομική κρίση του 1932, έπαιξαν και οι σχέσεις του Κράτους με τις εμπορικές τράπεζες, που ποτέ δεν ήταν καλές επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι έντονες διαφορές παρουσιάστηκαν κυρίως από τη στιγμή της ίδρυσης της Τ.τ.Ε., ενώ οξύνθηκαν επί κυβερνήσεως Βενιζέλου. Ουσιαστικά, αυτό οφειλόταν στην προσπάθεια του Κράτους ν’ απελευθερωθεί από την κηδεμονία των εμπορικών Τραπεζών στον παραγωγικό τομέα. Ο Βενιζέλος είχε σκοπό τον περιορισμό της παντοδυναμίας της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και των άλλων εμπορικών τραπεζών. Έτσι, προχώρησε στην υλοποίηση μιας δέσμης μέτρων, που στόχο είχαν να μεγαλώσουν τον κρατικό παρεμβατισμό στην αγορά. …
Σοβαρή διαφωνία του Κράτους με τις Τράπεζες ήταν και το νομοσχέδιο “Περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών” στα τέλη του 1930. …Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Δημοσίου και Τραπεζών επικεντρωνόταν γύρω από το άρθρο 15 του νομού 5076/Δεκ. 1930 “περί υποχρεωτικής ρευστότητας”. Σύμφωνα με αυτό οι Τράπεζες στο εξής θα ήταν αναγκασμένες να διατηρούν ένα ποσοστό των καταθέσεων τους σε δραχμές, με μορφή κατάθεσης στην Τ.τ.Ε. Έτσι, θα διατηρούσαν αναγκαστικά στην Τ.τ.Ε. σε λογαριασμό κατάθεσης ως ταμειακά διαθέσιμα το 7% του συνόλου των καταθέσεων τους σε δραχμές (όψεως και ταμιευτηρίου) ή το 12% αυτών στο δικό τους ταμείο, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση όφειλαν να υποβάλλουν στην Τ.τ.Ε. μηνιαίες καταστάσεις, όπου θ’ αναφέρονταν τα ρευστά τους διαθέσιμα και γενικά όλες τις καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου. Αν οι τράπεζες διάλεγαν να καταθέσουν τα διαθέσιμά τους στην Τ.τ.Ε. αυτή θα είχε το δικαίωμα να τα επενδύσει σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου με ολιγόμηνη διάρκεια.
Ο Βενιζέλος επεδίωκε να προστατέψει κυρίως τους μικροκαταθέτες από τις απρόβλεπτες χρεοκοπίες των μικρών τραπεζών, οι οποίες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από Ανώνυμες Εταιρείες που επωφελούνταν από το νομικό καθεστώς και λειτουργούσαν ως Τράπεζες…Όπως είναι φυσικό, η Ένωση Τραπεζών και κυρίως η Εθνική διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα σ’ αυτή την προοπτική και τελικά το μέτρο δεν υιοθετήθηκε πλήρως. …
Αλλά η κατάσταση των Τραπεζών, ιδίως των πιο μικρών, δεν ήταν καλή ακόμα και πριν την οικονομική κρίση. Ήδη από το 1929, είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια εξαιτίας του πολέμου που ασκούσαν οι μεγάλες τράπεζες στις μικρότερες με τη συνακόλουθη πτώχευση των μικρότερων τραπεζών. Το 1929, πτώχευσαν η Αγγλοαμερικανική Τράπεζα και η Τράπεζα Θεσσαλίας, ενώ το 1930 η Τράπεζα Βιομηχανίας. Το 1931, οι καταθέσεις στις τράπεζες μειώθηκαν από τα 6 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιούνιο, στα 5 δισεκατομμύρια τον Σεπτέμβριο. Αυξήθηκαν, όμως, ελαφρά οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα την ίδια περίοδο από 2,6 δισεκατομμύρια δραχμές στα 2,9 δισεκατομμύρια, πράγμα που σήμαινε ότι η αγορά είχε αρχίσει να μην έχει εμπιστοσύνη στη δραχμή κι έκανε επενδύσεις σε συνάλλαγμα.
Επιπλέον, υπήρχαν κατηγορίες για την οικονομική αντιπολιτευτική τακτική της Εθνικής Τράπεζας ενάντια στην Τ.τ.Ε. ως κυρίου υπευθύνου της κερδοσκοπίας, γιατί η Εθνική ωθούσε κεφάλαια στο εξωτερικό και τα επένδυε σε αγορές ελληνικών χρεογράφων σε χρυσό στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. … Κατά τον Εμμανουήλ Τσουδερό, στόχος αυτής της πολιτικής, της Εθνικής ήταν να ανατρέψει τη νομισματική σταθεροποίηση, να οδηγήσει σε υποτίμηση τη δραχμή, ν’ αποδείξει ότι η Τ.τ.Ε. ήταν ανίκανη να διαχειριστεί το εθνικό νόμισμα, δεν μπορούσε να κατευθύνει την πολιτική των εμπορικών τραπεζών και τελικά, ότι δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στους στόχους της ίδρυσής της, αφού και η ίδια δεν ήταν βιώσιμη. Άρα, και η παρουσία της στη χώρα ήταν άχρηστη.…
Το Δεκέμβριο του 1931, τα πράγματα ήταν δύσκολα για την ελληνική οικονομία. Τα ξένα κεφάλαια των τραπεζών μειώθηκαν, επίσης υπήρξε μείωση του καλύμματος της κυκλοφορίας, αυξήθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα των τραπεζών συνεχώς μειώνονταν. Η αντίδραση της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν η ακόλουθη: αποσύνδεση της δραχμής από την αγγλική λίρα, η οποία ήδη είχε εγκαταλείψει τη χρυσή βάση, άμεση σύνδεση της δραχμής με το δολάριο που ακόμα δεν είχε αποσυνδεθεί από τη χρυσή βάση, κρατικός έλεγχος του συναλλάγματος, αναζήτηση δανείου από το εξωτερικό.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν αποτέλεσμα. Το 1932, η κρίση είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην Ελλάδα. Τα προηγούμενα έτη οι εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο του Κράτους, διατηρούσαν μεγάλα κεφάλαια σε συνάλλαγμα. Αυτό είχε συνέπεια να οδηγηθούν σχεδόν στην κατάρρευση, καθώς μεγάλο μέρος του συναλλάγματος είχε μεταβιβαστεί στο εξωτερικό. … Ο Βενιζέλος και οι Τράπεζες συμφώνησαν στη διατήρηση της σταθεροποίησης, καθώς η υποτίμηση της δραχμής θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα. Το Μάρτιο του 1932, η κατάσταση είχε χειροτερέψει. …
Τελικά, η κρίση χτύπησε και τις ελληνικές τράπεζες, ιδίως τις πιο μικρές. Στα τέλη του 1932, στην Ελλάδα είχαν απομείνει μόνο 32 τραπεζικά ιδρύματα. Από αυτά, ένα ήταν το εκδοτικό, δηλαδή η Τ.τ.Ε. και οι άλλες λειτουργούσαν ως καθαρά εμπορικές. Από τις εμπορικές, ουσιαστικές μεγάλες δεν ήταν πάνω από 5, δηλαδή η Εθνική, η Εμπορική, η Αθηνών, η Ανατολής και η Λαϊκή τράπεζα. Αυτές μάλιστα, συγκέντρωναν και το 81% του συνόλου των τραπεζικών κεφαλαίων.

3. Οι πολιτικές συνέπειες της ελληνικής πτώχευσης
Από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από το ελληνικό δημόσιο η αναστολή των πληρωμών, δημιουργήθηκε αναστάτωση στους ομολογιούχους του εξωτερικού που άρχισαν να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους να λάβουν μέτρα κατά της Ελλάδας. Οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αμερικής επέδωσαν (28 Απριλίου) κοινή διαμαρτυρία στην Αθήνα. …Τέλος, στις 21 Μαΐου η επιτροπή εμπειρογνωμόνων από τη Γενεύη αναγνώρισε τη δυσμενή θέση της Ελλάδας, όμως, διατύπωσαν ότι η Ελλάδα όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αν σκόπευε στο μέλλον να απευθυνθεί στην Κ.Τ.Ε. για ένα νέο δάνειο.
Στο μεταξύ, στο εσωτερικό οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες ασκούσαν έντονη κριτική στο Βενιζέλο. … Ήταν φανερό ότι το τέλος της Κυβέρνησης Βενιζέλου είχε φτάσει. …Η πίεση είχε γίνει αφόρητη και στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του, ελπίζοντας να ωθήσει τα κόμματα να σχηματίσουν μαζί του οικουμενική κυβέρνηση. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε και η απόφαση του Συμβουλίου της Κ.τ.Ε. για την ελληνική πτώχευση.
Η παραίτηση του Βενιζέλου (21 Μαϊoυ 1932) έφερε στην πρωθυπουργία για σύντομο χρονικό διάστημα (26 Μαρτίου-3 Ιουνίου) τον Αλ. Παπαναστασίου. Αυτός στηριζόταν στις ψήφους των βενιζελικών κομμάτων κι έκανε διάφορες διακηρύξεις. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η φορολογική απαλλαγή της αγροτικής παραγωγής, η προώθηση ψήφισης του νομοσχεδίου για την κοινωνική ασφάλιση (την ίδρυση του σημερινού ΙΚΑ) και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, ως εκλογικού συστήματος. Τελικά, ο Βενιζέλος δήλωσε ότι δεν υποσχόταν την ανεπιφύλακτη υποστήριξη του Παπαναστασίου κι έτσι ο τελευταίος και η κυβέρνησή του παραιτήθηκαν στις 3 Ιουνίου. Δύο μέρες αργότερα, στις 5 Ιουνίου, ο Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία.

Η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου και τα μέτρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βενιζέλος ήταν να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση, καθώς ενδιαφερόταν, πραγματικά, για την τύχη των πτωχότερων στρωμάτων του ελληνικού λαού, που ήδη πλήττονταν από τις δυσμενείς εξελίξεις στην οικονομία. … Στις 18 Ιουνίου και στις 2 Ιουλίου, στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης για τις επανορθώσεις και τα πολεμικά χρέη ο Μιχαλακόπουλος υποστήριξε τις θέσεις της Ελλάδας για τα χρέη και τις ανάγκες της. …Στις 30 Ιουνίου, μέσω του πρέσβη Χαράλαμπου Σιμόπουλου στην Ουάσιγκτον, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών της Αμερικής, Ogden L. Mills, και πέτυχε αναστολή πληρωμής δυόμισι χρόνια των ομολογιών που έληγαν την 1η Ιουλίου. Ακόμη, στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Υπουργός Οικονομικών, Κ. Βαρβαρέσσος, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους που αντιπροσωπεύονταν από τη “League Loans Committee” στο Παρίσι πέτυχε μια συμφωνία που προέβλεπε:
α) Ετήσιο χρεοστάσιο για τα χρεολύσια έως την 1η Απριλίου 1933.
β) Πληρωμή του 30% των τόκων σε συνάλλαγμα για το έτος 1932-1933.
γ) Οι δεσμευμένες καταθέσεις στην Τ.τ.Ε. στο όνομα της ΔΟΕ θα δίδονταν στην ελληνική κυβέρνηση. Από αυτές πιθανόν το 35% θα πληρωνόταν στους ομολογιούχους το Νοέμβριο του 1932.
δ) Παραχωρούνταν στους ομολογιούχους όλοι οι ευμενείς όροι που τυχόν θα δίδονταν στους ομολογιούχους άλλων δανείων εσωτερικού ή εξωτερικού. Έτσι, στο εξωτερικό ήταν αρκετά ικανοποιημένοι, γιατί είχε βρεθεί ένα κοινό πεδίο συνεννόησης, ενώ στην Ελλάδα ο Τύπος αντιμετώπισε με ευνοϊκά σχόλια τη συμφωνία.
Στο εσωτερικό η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου προέβη στη θέσπιση σειράς μέτρων που έθεσαν τη βάση για την αναγέννηση της οικονομίας. Τα μέτρα αυτά ήταν:
α) Απαγόρευση της ελεύθερης μετατροπής της δραχμής σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Παράλληλα, η δραχμή αποδεσμεύτηκε από το χρυσό, υποτιμήθηκε, και ως το Δεκέμβριο διατήρησε μόνο το 40% της ονομαστικής της αξίας. Έτσι, ενώ το Μάρτιο του 1932 ίσχυε η αναλογία 1 στερλίνα/293 δραχμές, έφτασε στις 609 δραχμές το Δεκέμβριο του 1932.
β) Το συνάλλαγμα χορηγούνταν μόνο από την Τ.τ.Ε. ….
γ) Επίσημα από την 1 Μαΐου ανεστάλη η πληρωμή τόκων των δανείων εσωτερικού και εξωτερικού. Επίσης, η πληρωμή των τόκων των δανείων του εσωτερικού μειώθηκε 25%.
δ) Όλες οι οφειλές που πληρώνονταν στην Ελλάδα σε Έλληνες ή ξένους κατοίκους θα μετατρέπονταν σε οφειλές δραχμών με βάση την τιμή 100 δραχμές=1 δολάριο (μάλιστα από το Δεκέμβριο του 1932 η ισοτιμία δραχμής/δολαρίου επιδεινώθηκε και έφτασε στο 184/1). …
ε) Με νόμο τα συνολικά τέλη επί των εισαγωγών αυξήθηκαν 70%-200%. …
στ) Για τις οφειλές που προέρχονταν από εμπορικές συναλλαγές πριν από την άρση της σταθεροποίησης θεσπίστηκε πενταετές χρεοστάσιο…
ζ) Στο εξής σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο εφαρμόστηκε η μέθοδος του “clearing”. Δηλαδή οι διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές στο εξής γίνονταν με εμπορικό συμψηφισμό σε είδος, καταργώντας επ’ αόριστον τις συνήθεις πληρωμές με συνάλλαγμα, αφού αυτό δεν ήταν διαθέσιμο. ….
Τα παραπάνω μέτρα δημιούργησαν ένα ισχυρό προστατευτικό πλέγμα γύρω από την αδύναμη και ουσιαστικά κατεστραμμένη οικονομία. Στο εξής, η ελληνική οικονομία θα προσπαθήσει να σταθεί μόνη της στα πόδια της και θα τα καταφέρει. Όχι, όμως, αμέσως. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν στην άμεση και κατά 60% υποτίμηση της δραχμής ως προς τα ξένα νομίσματα. Στα ξένα χρηματιστήρια η δραχμή σημείωσε απότομη πτώση. Στις 5 Μαΐου 1932 η ισοτιμία Λίρας/Δραχμής ήταν 1/539 και τον Ιανουάριο του 1933 έφτασε το 1/628.
Τα αποτελέσματα των οικονομικών μέτρων
Στο εσωτερικό η άσχημη κατάσταση του αγροτικού κόσμου ήταν ορατή ακόμα και πριν την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης. …Ένας λόγος αυτής της πτώσης θα μπορούσε να καταλογισθεί στο γεγονός ότι η γεωργία είχε μεγάλη εξάρτηση από τα καιρικά φαινόμενα. Μια άλλη μεταβλητή ήταν η συγκυριακή πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων. … Τελικά, μόνο τα μέτρα που ελήφθησαν μετά το 1932 είχαν σοβαρά αποτελέσματα.
Θεωρώντας ως βάση το 1929=100, τα καλλιεργούμενα στρέμματα ανά αγρότη ήταν την περίοδο 1919-1926 στο 100 (κατά μέσο όρο 4,44 στρέμματα ανά αγρότη), την περίοδο 1927-1930 στο 104 (4,60 στρέμματα), την περίοδο 1931-1934 στο 124 (5,52 στρέμματα) και την περίοδο 1935-1938 στο 137 (6,09 στρέμματα). Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι το 1937 παρατηρείται μέση αύξηση 36,5% στην καλλιεργούμενη επιφάνεια των κυριότερων ειδών. … Στην αύξηση της καλλιεργητικής γης αναμφίβολα συνέβαλαν και τα έργα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Μετά το 1932, είχαν παραδοθεί στους αγρότες της Βόρειας Ελλάδας τουλάχιστον 400.000 επιπλέον στρέμματα και αναμενόταν μέχρι το 1940 να φτάσουν περίπου τα 2,76 εκατομμύρια στρέμματα. Ειδικά, στη Μακεδονία και στη Θράκη μέχρι το 1937, οι περιοχές που καλλιεργούνταν με σιτηρά παρουσιάζουν αύξηση 70% σε σχέση μετά τα έτη ως το 1932 και η απόδοση των εδαφών παρουσιάζει αύξηση μέχρι και 35%, ενώ η συνολική παραγωγή δημητριακών την περίοδο 1930-1934 τριπλασιάστηκε σ’ αυτές τις περιοχές.
Αλλά γενικά και ο όγκος της παραγωγής αυξήθηκε. …Η κάλυψη της εγχώριας αγοράς με γεωργικά προϊόντα από την ελληνική γεωργία το 1928 ήταν στο 40% και μέχρι το 1931 είχε πέσει στο 26%, πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική αγορά ουσιαστικά εφοδιαζόταν με αγροτικά προϊόντα από το εξωτερικό. Αντίθετα, από το 1932 και μετά, η κάλυψη της εγχώριας αγοράς από ελληνικά γεωργικά προϊόντα ανακάμπτει και φτάνει το 32% το 1932, το 63 % το 1933, το 73% το 1934 και το 78% το 1935.
Ένα “θετικό” στοιχείο που προέκυψε από την κρίση ήταν το γεγονός της βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου. Οι τιμές στα ξένα προϊόντα τετραπλασιάστηκαν και έτσι η αγορά απομακρύνθηκε από αυτά και στράφηκε στα εγχώρια, που οι τιμές τους αυξήθηκαν μόνο 14%. … Ο σταθμικός δείκτης του όγκου των εισαγωγών με βάση το 1928=100, είχε φτάσει το 1931 στο 107,4. Από το 1932 και μετά συνέχισε την κατακόρυφη πτώση του. Έτσι, το 1932 ήταν 98,9, το 1933 στο 79,6 και το 1935 έφτασε πάλι στα επίπεδα του 1928. Ο αντίστοιχος δείκτης των εξαγωγών ήταν στο 89 το 1931 και στο 76,9 το 1932. Αλλά μετά άρχισε ν’ ανεβαίνει. Το 1933 έφτασε στα επίπεδα του 1928, το 1934 στο 116,6 και το 1935 στο 129,8. ….
Στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου βοήθησε σημαντικά η εφαρμογή της μεθόδου του “clearing”. … Οι εξαγωγές της Ελλάδας αποδεσμεύτηκαν από τις αγορές της Γαλλίας και της Αγγλίας και στράφηκαν σε χώρες με προβλήματα παρόμοια με τα ελληνικά, δηλαδή προς την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Αργεντινή, την Περσία, τη Σουηδία, την Ουγγαρία, την Αλβανία και τη Γερμανία. …. Τέλος, η κυβέρνηση αύξησε τα τέλη επί των εισαγωγών έως 200%, σε ορισμένες περιπτώσεις, τέθηκαν ποσοτικοί περιορισμοί στις εισαγωγές κι έτσι αυτές μειώθηκαν μέχρι 60% ως προς το ποσοστό των εισαγωγών σε σχέση με το 1931. Αυτό είχε αποτέλεσμα την εξοικονόμηση 7 εκατομμυρίων λιρών, δηλαδή το 30% της αξίας των εισαγωγών του 1931.
Η βιομηχανία την πρώτη τριακονταετία του αιώνα δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία, τουλάχιστον όσο η γεωργία. Μάλιστα, την περίοδο που εξετάζουμε παρατηρείται το εξής φαινόμενο: γενικά, η δυναμικότητα της ελληνικής βιομηχανίας ήταν αρκετά καλή και με τη βοήθεια και κάποιων άλλων παραγόντων δεν επηρεάστηκε σοβαρά από την κρίση. …. Έτσι, ενώ το 1928 από τα βιομηχανικά προϊόντα που καταναλώνονταν στην Ελλάδα, το 59% παραγόταν από τις εγχώριες βιομηχανίες, το αντίστοιχο ποσοστό για το 1933 ανήλθε στο 76%. Επίσης, ο Βενιζέλος προώθησε την ανάπτυξη της βιομηχανίας με τη μείωση της φορολογίας των Ανωνύμων Εταιρειών, μέτρο που έδωσε πνοή ζωής στην εγχώρια βιομηχανία. Παρά ταύτα, η κρίση του 1932, σαφώς επηρέασε και την ελληνική βιομηχανία. Όμως, δεν εκδηλώθηκε το ίδιο άμεσα σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας. …
Ως προς τις εξελίξεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών μετά την πτώχευση, ο γενικός δείκτης των χονδρικών τιμών (με βάση το 1928=100), αυξήθηκε το 1932 στο 103, το 1933 στο 116 και το 1934 στο 114. Πιο ειδικά, ο δείκτης χονδρικών τιμών των γεωργικών προϊόντων το 1932 ήταν στο 91, το 1933 στο 97 και το 1934 στο 101. Αυτός των ζωικών προϊόντων το 1932 ήταν στο 111, το 1933 στο 122 και το 1934 στο 124. Αυτός των βιομηχανικών το 1932 ήταν στο 108, το 1933 στο 128 και το 1934 στο 124. Επίσης, ο δείκτης των εγχωρίων προϊόντων ήταν το 1932 στο 95, το 1933 στο 106 και το 1934 στο 105. Ο δείκτης των εισαγόμενων προϊόντων το 1932 ήταν στο 108, το 1933 στο 124 και το 1934 στο 121.
Η αύξηση της ανεργίας ήταν επίσης φανερή στην Ελλάδα. Το 1932, ήταν στις 237.000 άτομα (από 218.000 το 1931), ενώ το 1933 έπεσε στις 156.000 άτομα και στις 150.000 το 1935. Γενικά η απασχόληση στη βιομηχανία αυξήθηκε το 1933 κατά 8,76%, το 1934 κατά 0,63% και το 1935 κατά 5,06%. Την ίδια περίοδο (1932-1935), οι μισθοί είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν. Το ανδρικό ημερομίσθιο και το εργατικό ημερομίσθιο παρουσιάζουν μέση αύξηση 14,5%-16,2%, ενώ το αντίστοιχο γυναικείο αύξηση 26%-47,3%. Αλλά και το κόστος ζωής αυξήθηκε ελαφρά. Την περίοδο 1932-1935, ο γενικός τιμάριθμος κόστους ζωής παρουσίασε αύξηση 14,73% ….
Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η συντετριμμένη ελληνική οικονομία είχε αρχίσει ν’ ανακάμπτει αργά, αλλά σταθερά ήδη από το 1933. Απ’ αυτή τη χρονιά η οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε αύξηση 6%, το 1934 αύξηση 4,74% και το 1935 αύξηση 13,5%. Επίσης, τα κεφάλαια άρχισαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα, σε σημείο που το αποθεματικό της Τ.τ.Ε. από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932, έφτασε το 1934 στα 44,7 εκατομμύρια δολάρια. …. Αποτέλεσμα, ήταν και η αύξηση και της νομισματικής κυκλοφορίας και από 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 έφτασε στα 9,4 δισεκατομμύρια το 1939.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου