Oι αρχιτέκτονες του ευρώ γνώριζαν ότι είναι ημιτελές, όταν το σχεδίασαν. Το νόμισμα είχε μια κοινή κεντρική τράπεζα, αλλά όχι κοινό υπουργείο –κάτι αναπόφευκτο δεδομένου ότι η συνθήκη του Μάαστριχτ σχεδιάστηκε να φέρει την νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση.
Οι αρχές πίστευαν όμως ότι, αν και όταν το ευρώ αντιμετώπιζε μια κρίση, θα μπορούσαν να την ξεπεράσουν. Στο κάτω κάτω έτσι δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα βήμα την φορά, με πλήρη επίγνωση ότι θα χρειάζονταν κι άλλα βήματα.
Εκ των υστέρων μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε κι άλλα μειονεκτήματα στο ευρώ, τα οποία δεν γνώριζαν οι αρχιτέκτονές του. Ενα νόμισμα που θα έπρεπε να φέρει σύγκλιση, έφερε αντιθέτως αποκλίσεις. Κι αυτό γιατί οι ιδρυτές δεν συνειδητοποιούσαν ότι ανισορροπίες θα μπορούσαν να εκδηλωθούν όχι μόνο στο δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Μετά την εισαγωγή του ευρώ, οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν να επαναχρηματοδοτήσουν τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα, με το προνομιακό επιτόκιο της ΕΚΤ και αυτά τα ομόλογα θεωρούνταν απαλλαγμένα κινδύνων. Κι αυτό προκάλεσε συρρίκνωση στο χάσμα ανάμεσα στα ποικίλα επιτόκια. Με τη σειρά του, αυτό προκάλεσε εκτινάξεις στα ακίνητα των πιο αδύναμων οικονομιών, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Παράλληλα η Γερμανία, υποφέροντας από τις μετασεισμικές δονήσεις της ενοποίησης, όφειλε να σφίξει το ζωνάρι. Τα εμπορικά συνδικάτα συμφώνησαν σε συγκρατήσεις μισθών και εργασιακών συνθηκών, εξασφαλίζοντας εργασιακή ασφάλεια.
Και εγένετο η απόκλιση.
Ομως οι τράπεζες συνέχισαν να φορτώνουν κρατικά ομόλογα αδύναμων οικονομιών, προκειμένου να ευνοηθούν από τις ελάχιστες επιτοκιακές διαφορές, που εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Η έλλειψη κοινού υπουργείου Οικονομικών, έγινε αρχικά εμφανής ως πρόβλημα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Οκτωβρίου 2008, όταν η απειλή κατάρρευσης του συστήματος, υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να εγγυηθούν ότι δεν θα αφεθεί να καταρρεύσει κανένας άλλος χρηματοπιστωτικός οίκος με βαρύτητα για το σύστημα. Τότε, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, επέμεινε ότι κάθε χώρα θα πρέπει να εγγυηθεί για τους δικούς της οίκους, απορρίπτοντας την ιδέα πανευρωπαϊκής προσέγγισης.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επιτοκιακές αποκλίσεις διευρύνθηκαν μόνο το 2009, όταν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι η προκάτοχός της είχε εξαπατήσει και το έλλειμμα ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο δηλωνόταν. Εκείνη, ήταν η αρχή της κρίσης του ευρώ.
Η απουσία ενός κοινού «υπουργείου» είναι πλέον εμφανής: Πρώτα έγινε η διάσωση της Ελλάδας, στη συνέχεια ένας πρόσκαιρος έκτακτος μηχανισμός. Πλέον, είναι πρακτικώς βέβαιο ότι κάποιος μόνιμος θεσμός θα συσταθεί. Δυστυχώς, είναι εξίσου βέβαιο, ότι και η νέα ρύθμιση θα έχει μειονεκτήματα. Γιατί το ευρώ υποφέρει από άλλες ελλείψεις. Οι Ευρωπαίοι ρυθμιστές έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο μια κρίση νομίσματος, αλλά και μια τραπεζική κρίση και μια κρίση στην μακροοικονομική θεωρία.
Οι αρχές κάνουν δύο τουλάχιστον λάθη. Ενα είναι ότι είναι αποφασισμένοι να αποφύγουν χρεοστάσια ή «κουρέματα» στα κρατικά ομόλογα που εκκρεμούν σήμερα, γιατί φοβούνται ότι θα προκαλέσουν τραπεζική κρίση. Οι ομολογιούχοι χρεοκοπημένων τραπεζών προστατεύονται, εις βάρος των φορολογούμενων. Κι αυτό είναι πολιτικά απαράδεκτο. Η νέα ιρλανδική κυβέρνηση που θα εκλεγεί την Άνοιξη, είναι καθ’ οδόν να επαναλάβει τις τρέχουσες συμφωνίες. Οι αγορές το αναγνωρίζουν αυτό και γι’ αυτό η ιρλανδική διάσωση δεν έφερε ανακούφιση.
Δεύτερον, τα υψηλά επιτόκια που χρεώνουν τα πακέτα διάσωσης, καθιστούν αδύνατο για τις πιο αδύναμες χώρες να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των ισχυρότερων. Οι αποκλίσεις θα συνεχίσουν να διευρύνονται και οι πιο αδύναμες χώρες θα συνεχίσουν να αποδυναμώνονται. Η αμοιβαία απέχθεια μεταξύ πιστωτών και δανειοληπτών θα αυξηθεί και υπάρχει πραγματικός κίνδυνος το ευρώ να καταστρέψει την πολιτική και κοινωνική συνοχή της Ε.Ε.
Και τα δύο αυτά λάθη, μπορούν να διορθωθούν.
Στο πρώτο, τα έκτακτα δάνεια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, όσο και για να προσφέρουν πίστωση στα κράτη. Οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν πιο αποδοτικά τα κεφάλαια από τα εθνικά δημόσια. Θα μειωθούν τα ελλείμματα στις χώρες και θα αποκατασταθεί η πρόσβαση στις αγορές νωρίτερα, αν το τραπεζικό σύστημα έχει επαρκή κεφαλαιοποίηση. Είναι καλύτερα να δοθούν κεφάλαια τώρα, νωρίτερα παρά αργότερα, και είναι καλύτερα να γίνει σε ευρωπαϊκή βάση, παρά να ενεργήσει η κάθε χώρα μόνη της. Ετσι θα δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό ρυθμιστικό καθεστώς. Η πανευρωπαϊκή ρύθμιση των τραπεζών παρεμβαίνει λιγότερο στην εθνική ανεξαρτησία, από τον ευρωπαϊκό έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Και ο ευρωπαϊκός έλεγχος των τραπεζών είναι λιγότερο ευπαθής σε πολιτική κατάχρηση, από τον εθνικό έλεγχο.
Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, το επιτόκιο των πακέτων διάσωσης θα πρέπει να μειωθεί στο επίπεδο στο οποίο μπορεί να δανειστεί και η ίδια η Ε.Ε. Αυτό θα έχει το πλεονέκτημα να αναπτυχθεί μια ενεργή αγορά Ευρωομολόγων.
Αυτές οι δύο διαρθρωτικές αλλαγές μπορεί να μην είναι αρκετές για να δώσουν στις αδύναμες χώρες μια έξοδο διαφυγής. Επιπλέον μέτρα, όπως «κουρέματα» στα εθνικά ομόλογα, ίσως χρειαστούν. Εχοντας όμως επαρκή επανακεφαλαιοποίηση, οι τράπεζες μπορούν να το απορροφήσουν αυτό. Σε κάθε περίπτωση, δύο απολύτως ορατά σφάλματα που καταδικάζουν την Ε.Ε. σε ένα σκοτεινό μέλλον, μπορούν να αποφευχθούν.
* Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management LLC
Οι αρχές πίστευαν όμως ότι, αν και όταν το ευρώ αντιμετώπιζε μια κρίση, θα μπορούσαν να την ξεπεράσουν. Στο κάτω κάτω έτσι δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα βήμα την φορά, με πλήρη επίγνωση ότι θα χρειάζονταν κι άλλα βήματα.
Εκ των υστέρων μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε κι άλλα μειονεκτήματα στο ευρώ, τα οποία δεν γνώριζαν οι αρχιτέκτονές του. Ενα νόμισμα που θα έπρεπε να φέρει σύγκλιση, έφερε αντιθέτως αποκλίσεις. Κι αυτό γιατί οι ιδρυτές δεν συνειδητοποιούσαν ότι ανισορροπίες θα μπορούσαν να εκδηλωθούν όχι μόνο στο δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Μετά την εισαγωγή του ευρώ, οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν να επαναχρηματοδοτήσουν τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα, με το προνομιακό επιτόκιο της ΕΚΤ και αυτά τα ομόλογα θεωρούνταν απαλλαγμένα κινδύνων. Κι αυτό προκάλεσε συρρίκνωση στο χάσμα ανάμεσα στα ποικίλα επιτόκια. Με τη σειρά του, αυτό προκάλεσε εκτινάξεις στα ακίνητα των πιο αδύναμων οικονομιών, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Παράλληλα η Γερμανία, υποφέροντας από τις μετασεισμικές δονήσεις της ενοποίησης, όφειλε να σφίξει το ζωνάρι. Τα εμπορικά συνδικάτα συμφώνησαν σε συγκρατήσεις μισθών και εργασιακών συνθηκών, εξασφαλίζοντας εργασιακή ασφάλεια.
Και εγένετο η απόκλιση.
Ομως οι τράπεζες συνέχισαν να φορτώνουν κρατικά ομόλογα αδύναμων οικονομιών, προκειμένου να ευνοηθούν από τις ελάχιστες επιτοκιακές διαφορές, που εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Η έλλειψη κοινού υπουργείου Οικονομικών, έγινε αρχικά εμφανής ως πρόβλημα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Οκτωβρίου 2008, όταν η απειλή κατάρρευσης του συστήματος, υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να εγγυηθούν ότι δεν θα αφεθεί να καταρρεύσει κανένας άλλος χρηματοπιστωτικός οίκος με βαρύτητα για το σύστημα. Τότε, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, επέμεινε ότι κάθε χώρα θα πρέπει να εγγυηθεί για τους δικούς της οίκους, απορρίπτοντας την ιδέα πανευρωπαϊκής προσέγγισης.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επιτοκιακές αποκλίσεις διευρύνθηκαν μόνο το 2009, όταν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι η προκάτοχός της είχε εξαπατήσει και το έλλειμμα ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο δηλωνόταν. Εκείνη, ήταν η αρχή της κρίσης του ευρώ.
Η απουσία ενός κοινού «υπουργείου» είναι πλέον εμφανής: Πρώτα έγινε η διάσωση της Ελλάδας, στη συνέχεια ένας πρόσκαιρος έκτακτος μηχανισμός. Πλέον, είναι πρακτικώς βέβαιο ότι κάποιος μόνιμος θεσμός θα συσταθεί. Δυστυχώς, είναι εξίσου βέβαιο, ότι και η νέα ρύθμιση θα έχει μειονεκτήματα. Γιατί το ευρώ υποφέρει από άλλες ελλείψεις. Οι Ευρωπαίοι ρυθμιστές έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο μια κρίση νομίσματος, αλλά και μια τραπεζική κρίση και μια κρίση στην μακροοικονομική θεωρία.
Οι αρχές κάνουν δύο τουλάχιστον λάθη. Ενα είναι ότι είναι αποφασισμένοι να αποφύγουν χρεοστάσια ή «κουρέματα» στα κρατικά ομόλογα που εκκρεμούν σήμερα, γιατί φοβούνται ότι θα προκαλέσουν τραπεζική κρίση. Οι ομολογιούχοι χρεοκοπημένων τραπεζών προστατεύονται, εις βάρος των φορολογούμενων. Κι αυτό είναι πολιτικά απαράδεκτο. Η νέα ιρλανδική κυβέρνηση που θα εκλεγεί την Άνοιξη, είναι καθ’ οδόν να επαναλάβει τις τρέχουσες συμφωνίες. Οι αγορές το αναγνωρίζουν αυτό και γι’ αυτό η ιρλανδική διάσωση δεν έφερε ανακούφιση.
Δεύτερον, τα υψηλά επιτόκια που χρεώνουν τα πακέτα διάσωσης, καθιστούν αδύνατο για τις πιο αδύναμες χώρες να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των ισχυρότερων. Οι αποκλίσεις θα συνεχίσουν να διευρύνονται και οι πιο αδύναμες χώρες θα συνεχίσουν να αποδυναμώνονται. Η αμοιβαία απέχθεια μεταξύ πιστωτών και δανειοληπτών θα αυξηθεί και υπάρχει πραγματικός κίνδυνος το ευρώ να καταστρέψει την πολιτική και κοινωνική συνοχή της Ε.Ε.
Και τα δύο αυτά λάθη, μπορούν να διορθωθούν.
Στο πρώτο, τα έκτακτα δάνεια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, όσο και για να προσφέρουν πίστωση στα κράτη. Οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν πιο αποδοτικά τα κεφάλαια από τα εθνικά δημόσια. Θα μειωθούν τα ελλείμματα στις χώρες και θα αποκατασταθεί η πρόσβαση στις αγορές νωρίτερα, αν το τραπεζικό σύστημα έχει επαρκή κεφαλαιοποίηση. Είναι καλύτερα να δοθούν κεφάλαια τώρα, νωρίτερα παρά αργότερα, και είναι καλύτερα να γίνει σε ευρωπαϊκή βάση, παρά να ενεργήσει η κάθε χώρα μόνη της. Ετσι θα δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό ρυθμιστικό καθεστώς. Η πανευρωπαϊκή ρύθμιση των τραπεζών παρεμβαίνει λιγότερο στην εθνική ανεξαρτησία, από τον ευρωπαϊκό έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Και ο ευρωπαϊκός έλεγχος των τραπεζών είναι λιγότερο ευπαθής σε πολιτική κατάχρηση, από τον εθνικό έλεγχο.
Όσον αφορά το δεύτερο πρόβλημα, το επιτόκιο των πακέτων διάσωσης θα πρέπει να μειωθεί στο επίπεδο στο οποίο μπορεί να δανειστεί και η ίδια η Ε.Ε. Αυτό θα έχει το πλεονέκτημα να αναπτυχθεί μια ενεργή αγορά Ευρωομολόγων.
Αυτές οι δύο διαρθρωτικές αλλαγές μπορεί να μην είναι αρκετές για να δώσουν στις αδύναμες χώρες μια έξοδο διαφυγής. Επιπλέον μέτρα, όπως «κουρέματα» στα εθνικά ομόλογα, ίσως χρειαστούν. Εχοντας όμως επαρκή επανακεφαλαιοποίηση, οι τράπεζες μπορούν να το απορροφήσουν αυτό. Σε κάθε περίπτωση, δύο απολύτως ορατά σφάλματα που καταδικάζουν την Ε.Ε. σε ένα σκοτεινό μέλλον, μπορούν να αποφευχθούν.
* Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management LLC
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου